Λίγες μέρες πριν αποσυρθεί η φανέλα του Δημήτρη Διαμαντίδη, ο Γιάννης Ντεντόπουλος κοσκινίζει και ιεραρχεί τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν ξεχωριστό.
Από όποια πλευρά κι αν την εξετάσεις, η περίπτωση του Δημήτρη Διαμαντίδη, είναι σπάνια. Και για τα ελληνικά δεδομένα γίνεται μοναδική, αν αναλογιστούμε ότι κανένας παίκτης στην σύγχρονη ιστορία δεν έχει «αποχαιρετήσει τα όπλα» με τόσο γλυκό τρόπο, αντάξιο της προσωπικότητας και της προσφοράς του σε ένα κλαμπ. Όσο, πλησιάζει το διήμερο τουρνουά (16-17 του μήνα) που διοργανώνει ο Παναθηναϊκός για να κορυφώσει τις εκδηλώσεις τιμής και αναγνώρισης προς το πρόσωπό του, τόσο πυκνώνουν οι σκέψεις για τα στοιχεία που τον έκαναν ξεχωριστό. Δεν είναι λίγοι, αυτοί που πιστεύουν ότι η «μετά-Διαμαντίδη» εποχή θα είναι για τους «πράσινους» πολύ πιο ζόρικη και από την «μετά-Ομπράντοβιτς» εποχή για τον απλούστατο λόγο ότι και ο ίδιος ο «Ζοτς» είχε παραδεχθεί ανοιχτά ότι «στις δύσκολες στιγμές ένιωθα σιγουριά γιατί είχα στην ομάδα μου αυτόν τον κύριο με το 13».
Τις επόμενες μέρες θα γραφτούν πολλά αφιερώματα για τον «3D». Θα μιλήσουν και θα ξαναμιλήσουν γι αυτόν, όσοι ήταν τυχεροί που βρέθηκαν στην ίδια πλευρά αλλά και όσοι τον είχαν απέναντι. «Κλέβω» λίγες μέρες στην… εκκίνηση για να μοιραστούμε την βασική αίσθηση που η αφεντιά μου αποκόμισε παρακολουθώντας τον όλα αυτά τα χρόνια, από τα χρόνια της αθωότητας στον Ηρακλή, μέχρι την τελευταία μέρα στον Παναθηναϊκό και φυσικά από την καθοριστική συμβολή στους άθλους της Εθνικής, που θα μπορούσαν να γίνουν περισσότεροι αν δεν αποφάσιζε να σταματήσει τόσο νωρίς (για να τα λέμε όλα).
Παρεμπιπτόντως, την πιο τρυφερή ανάμνηση που έχω από αυτόν ήταν εκείνη την αξέχαστη βραδιά της 25ης Σεπτεμβρίου του 2005 στο Βελιγράδι. Τότε που η «γαλανόλευκη» άφησε πίσω της τα χρόνια της φαγούρας και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, 18 χρόνια μετά το πρώτο χρυσό της Αθήνας. Βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο, στο επινίκιο γλέντι που στήθηκε σε μια μεγάλη αίθουσα. Σε μια βραδιά απόλυτης μπασκετικής ευτυχίας, στον πρώτο μεγάλο τίτλο της καριέρας του (ακολούθησαν πολλοί άλλοι). Με την άκρη του ματιού μου τον συνέλαβα να «γλιστράει» από το μπούγιο και να κάθεται στην άκρη ενός καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση, που ήταν ρυθμισμένη να πιάνει ελληνικό κανάλι. Ήταν η ώρα που οι ρεπόρτερ πίσω στην πατρίδα, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, είχαν ξαμοληθεί να βρουν συγγενείς των θριαμβευτών. «Ωχ, η κυρά Μαρία» φώναξε ξαφνικά και κόλλησε το αυτί του στο ηχείο για να ακούσει τα λόγια της μάνας του από το πατρικό του. Εκείνα τα δευτερόλεπτα που είχε συνδεθεί με τις ρίζες του στην Καστοριά, ήταν σα να μην υπήρχε γι αυτόν ο υπόλοιπος κόσμος.
Είναι προφανές ότι ο Μήτσος δεν χρειάζεται «αγιογραφία». Όπως κάθε άνθρωπος, έχει κι αυτός τις ιδιαιτερότητές του, τα ελαττώματά του. Αυτά που ο καθένας τα αξιολογεί και τα κατατάσσει με τα δικά του κριτήρια. Είχε και τις άσχημες στιγμές του. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας. Στο δικό μου το μυαλό, λοιπόν, ο πιο στριφνός γρίφος που θα μπορούσε να τεθεί για την περίπτωσή του, είναι να ιεραρχήσει κανείς τα πολλά στοιχεία που σκιαγραφούσαν το μπασκετικό του πορτραίτο και τον εκτόξευσαν. Αν εξαιρέσω την «αφοσίωση στο παιχνίδι», που σε μικρότερο, μεγαλύτερο ή απόλυτο βαθμό τον έχουν όλοι οι «μεγάλοι», μετά από έναν «προκριματικό γύρο» κατέληξα :
– «Αλτρουιστής», γιατί ανάθεμα κι αν τον ενδιέφερε ποτέ η ατομική του στατιστική και ειδικά το σκοράρισμα αν αυτό μπορούσε να το κάνει κάποιος άλλος.
– «Υπόδειγμα νοοτροπίας», που ξεκίναγε από την προπόνηση, συνεχιζόταν στα αποδυτήρια και κατέληγε στον αγώνα που αποτελεί τον καθρέφτη του τρόπου που προπονείσαι και σκέφτεσαι.
– «Computer στις αποφάσεις». Ειδικά στο κρίσιμο τελευταίο πεντάλεπτο.
– «Ηγέτης», που αναδείχθηκε αβίαστα και δεν επιβλήθηκε με το ζόρι. Και το εντυπωσιακότερο είναι ότι το πέτυχε πρώτα μέσω της άμυνας και μετά μέσω της επίθεσης.
Όλα αυτά -και πάρα πολλά άλλα που μπορεί ο καθένας να υπογραμμίσει ή να επισημάνει με βάση το δικό του γούστο και την αίσθηση για το παιχνίδι- τον βοηθούσαν να καταφέρνει κάτι που για μένα συμπληρώνει τον ορισμό του «σπουδαίου»:
Η κλάση του Διαμαντίδη δεν φαινόταν τόσο στην καλή του μέρα. Αυτό είναι (συγκριτικά πιο) εύκολο να το καταφέρουν πολλοί παίκτες πρώτης γραμμής. Φαινόταν και αναδεικνυόταν πολύ περισσότερο στην κακή του μέρα. Σε αυτό το επίπεδο, χρειάζεται τρομερή επίγνωση και αυτοέλεγχο να μην αφήσει κανείς τον εγωισμό του να τον παρασύρει και μαζί να πάρει και την ομάδα στον λαιμό του. Διακριτικά έκανε ένα βήμα πίσω, αποδεχόταν να παίξει το ρόλο του χαμάλη και προσπαθούσε να βρει την καλύτερη λύση για την περίσταση. Γι αυτό και όσοι προπονητές συνεργάστηκαν μαζί του, αισθάνονταν άνετα μόνο όταν τον είχαν στο παρκέ και ενίοτε φοβούνταν να τον καθίσουν στον πάγκο, να πάρει κι αυτός μιαν ανάσα. Ακόμη κι όταν την χρειαζόταν.