Συγκλονίζει η ιστορία του Τζον Γκέισι, ενός κλόoυν που εξελίχθηκε σε μανιακός δολοφόνος παιδιών και σκόρπιζε τον φόβο στις ΗΠΑ.
Η πρώτη σε εισπράξεις κινηματογραφική ταινία τρόμου με τίτλο «Το Αυτό» («It») εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ (το βιβλίο με τις περισσότερες πωλήσεις στις ΗΠΑ) αναφερόταν στην ιστορία επτά φίλων που αντιμετώπιζαν μια κακιά ύπαρξη η οποία σκότωνε παιδιά στη φανταστική πόλη του Ντέρι. Η απροσδιόριστη αυτή μορφή εμφανιζόταν συχνότερα ως κλόουν Pennywise γιατί, σύμφωνα με τον Στίβεν Κινγκ, τρόμαζε περισσότερο τα παιδιά.
Μια άλλη άποψη που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο θεωρεί ότι το πρότυπο του Pennywise ήταν ο πραγματικός μανιακός δολοφόνος Τζον Γκέισι, ο οποίος εμφανιζόταν ως κλόουν σε παιδικά πάρτι και σε άλλες εκδηλώσεις της πόλης. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι ο Τζον Γκέισι το 1980 κατηγορήθηκε για τους φόνους 33 αγοριών, δηλαδή έναν χρόνο πριν αρχίσει ο Στίβεν Κινγκ να γράφει το μυθιστόρημα.
Κακοποίηση, σεξουαλική παρενόχληση και προβλήματα υγείας
Ο Τζον ήταν ένα ευάλωτο παιδί στη νεαρή του ηλικία. Οι ευαισθησίες του ενοχλούσαν τον βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πατέρα του, που συχνά τον έδερνε, τον έβριζε και τον αποκαλούσε «παιδί της μαμάς». Η προβληματική σχέση με τον πατέρα του τον έσπρωξε πιο κοντά στη μητέρα του, η οποία προσπαθούσε ανελλιπώς να συγκρατεί τον σύζυγό της, όμως εκείνος χειροδίκησε και την έδιωξε από το σπίτι.
Σε ηλικία 7 ετών, το αγόρι δοκίμασε τα εσώρουχα της μητέρας του. Όταν το έμαθε ο πατέρας του, τον έδειρε για μια ακόμη φορά και τον ανάγκασε να πάει στο σχολείο με αυτά τα εσώρουχα. Αργότερα, ο 10χρονος Τζον έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από έναν φίλο του πατέρα του, οδηγό φορτηγού.
Ως έφηβος, το αγόρι αντιμετώπιζε καρδιακά προβλήματα και συχνά λιποθυμούσε. Εκείνη την εποχή ήθελε να γίνει ιερέας, επειδή πήγαινε με τις αδερφές του σε καθολικό σχολείο. Στην ηλικία των 20 ετών, ο Τζον έφυγε για το Λος Άντζελες, όπου εργάστηκε για αρκετούς μήνες ως νοσοκόμος σε κάποιο νεκροτομείο.
Πρώτη σύλληψη
Κάποια στιγμή, ο νεαρός επέστρεψε στο Σικάγο, μπήκε σε κολέγιο και έπιασε δουλειά ως πωλητής υποδημάτων στο Nunn-Bush. Έκανε καλή δουλειά και διορίστηκε διευθυντής ενός άλλου καταστήματος στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις. Εκεί ο Τζον συνάντησε τη μελλοντική του σύζυγο, Μέριλιν Μάιερς ,και την ίδια χρονιά, κρυφά από αυτήν, συνευρέθηκε σεξουαλικά με έναν άντρα.
Αφού παντρεύτηκαν, ο Γκέισι και η γυναίκα του μετακόμισαν στην Αϊόβα, όπου ο επίδοξος δολοφόνος άρχισε να εργάζεται για τον πατέρα της συζύγου του, βοηθώντας στη διαχείριση τριών εστιατορίων KFC. Εκεί εντάχθηκε στο Jaycees (οργανισμός εκπαίδευσης ηγεσίας) απ’ όπου και αρκετοί πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων Προέδρων των ΗΠΑ, είχαν αποφοιτήσει.
Ο Τζον έγινε ένας από τους καλύτερους στρατιώτες του Jaycees: Ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία και το 1965 προήχθη σε αντιπρόεδρο της οργάνωσης. Προσέλκυε κόσμο με υποσχέσεις για διασκέδαση, διαφοροποιώντας τον παραδοσιακό τρόπο στρατολόγησης στο Jaycees.
Το 1968, ο Τζον Γκέισι καταδικάστηκε για τη σεξουαλική παρενόχληση δύο εφήβων. Ο πρώτος εργαζόταν ως καθαριστής σε ένα από τα εστιατόρια του KFC: Ο Τζον τον κάλεσε στο σπίτι, του έδωσε ένα ποτό και άρχισε να τον πνίγει μέχρι που λιποθύμησε. Όταν ο έφηβος συνήλθε, τον πήγε στο σπίτι του και την επόμενη μέρα τον απέλυσε. Το δεύτερο αγόρι παρακολουθούσε γκέι πορνό με τον Τζον και έκανε σεξ μαζί του επί πληρωμή.
Έπειτα από καταγγελίες εφήβων, οι εισαγγελείς βρήκαν κι άλλα αγόρια που μίλησαν για σεξουαλική παρενόχληση από τον Γκέισι. Εκείνος, προσπαθώντας να αρνηθεί τις κατηγορίες, ζήτησε να περάσει από ανιχνευτή ψεύδους. Όταν δεν πέρασε το τεστ, ομολόγησε ελπίζοντας σε αναστολή, αλλά το δικαστήριο τον έστειλε στη φυλακή για 10 χρόνια. Ενώ ο Γκέισι ήταν στη φυλακή, ο πατέρας του πέθανε και η γυναίκα του υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, έχοντας αναλάβει την επιμέλεια των παιδιών.
Χάρη στην καλή του συμπεριφορά, ο Γκέισι πέρασε 18 μήνες πίσω από τα κάγκελα αντί για 10 χρόνια. Το 1970 αφέθηκε ελεύθερος με όρους και πήγε στη μητέρα του στο Σικάγο όπου έζησε μαζί της για αρκετούς μήνες. Λίγο καιρό αργότερα ο Τζον αγόρασε ένα σπίτι στο West Summerdale 8213 και έγινε ενεργό μέλος της τοπικής κοινότητας – εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και ίδρυσε την κατασκευαστική και εργολαβική εταιρεία PDM Contractors, όπου προσέλαβε αγόρια για μερική απασχόληση.
Το 1971, οκτώ μήνες μετά την απελευθέρωσή του, ένα αγόρι επικοινώνησε με την αστυνομία λέγοντας ότι ο Γκέισι προσπαθούσε να τον πείσει να κάνουν σεξ. Την ίδια χρονιά, ένας άλλος έφηβος τον κατηγόρησε για βιασμό. Και οι δύο υποθέσεις έκλεισαν: Στην πρώτη περίπτωση, το αγόρι δεν πήγε να καταθέσει, και στη δεύτερη το θύμα εκβίαζε τον Γκέισι. Είναι άγνωστο γιατί, αλλά η επιτροπή αποφυλάκισης της Αϊόβα δεν έμαθε ποτέ για την υπόθεση.
Το 1972, ο Τζον παντρεύτηκε την Κάρολ Χοφ κα εκείνη μετακόμισε στο σπίτι του μαζί με τις δύο κόρες της από τον πρώτο της γάμο.
Κλόουν serial killer
Τον Ιανουάριο του 1972, ο Γκέισι πήρε τον 15χρονο Τίμοθι ΜακΚόι σε μια στάση λεωφορείου. Όπως εξήγησε στις Aρχές, κάλεσε το αγόρι στο σπίτι του, όπου ήπιαν αλκοόλ, κάπνισαν μαριχουάνα και έκαναν σεξ. Αργότερα πήγε να κοιμηθεί σε άλλο δωμάτιο και όταν ξύπνησε, είδε τον έφηβο στην πόρτα με ένα μαχαίρι στα χέρια.
Νομίζοντας ότι θέλει να του επιτεθεί, ο Γκέισι τράβηξε το μαχαίρι και σκότωσε τον νεαρό. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, είδε μπέικον και αυγά στο τραπέζι της κουζίνας και συνειδητοποίησε ότι ο Τίμοθι του έφτιαχνε πρωινό. Πήρε τη σορό του εφήβου και την έθαψε στο υπόγειο του σπιτιού!
Το καλοκαίρι του 1972, η γυναίκα του Τζον Γκέισι παρατήρησε μια άσχημη μυρωδιά και ένα σμήνος μυγών σε ένα από τα δωμάτια. Ο Τζον της είπε ότι η μυρωδιά προερχόταν από έναν σπασμένο σωλήνα αποχέτευσης και στη συνέχεια γέμισε τον τάφο του θύματος με μπετόν.
Το 1973, η σχέση μεταξύ του Τζον και της συζύγου του άρχισε να κλονίζεται. Η Κάρολ Χοφ έπιασε τον σύζυγό της να παρακολουθεί γκέι πορνό και παρατήρησε ότι συχνά εξαφανιζόταν στο γκαράζ, ενώ είχαν ήδη διακόψει κάθε ερωτική επαφή. Δυο χρόνια αργότερα, το 1975, η Κάρολ έφυγε με την πεθερά της με σκοπό να βοηθήσουν την αδερφή του Τζον που είχε σπάσει το ισχίο της.
Ο Γκέισι, εκμεταλλευόμενος την απουσία της γυναίκας του, σκότωσε ένα ακόμα αγόρι το οποίο δούλευε γι’ αυτόν και το έθαψε στο υπόγειο του σπιτιού του. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Κάρολ ζήτησε διαζύγιο από τον Τζον, αλλά συνέχισαν να ζουν μαζί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1976. Όλο αυτό το διάστημα, ο άνδρας της έφερνε έφηβους στο σπίτι και τους πλήρωνε για να κάνουν σεξ μαζί του. Μετά το διαζύγιο σκότωσε άλλα έξι παιδιά μέσα σε έναν χρόνο.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Γκέισι εντάχθηκε στην κοινότητα των κλόουν Jolly Joker. Δημιούργησε δύο χαρακτήρες: Έναν αστείο κλόουν, τον «Pogo» κι έναν σοβαρό κλόουν, τον «Patches». Ο Τζον εμφανιζόταν σε παιδικά νοσοκομεία και σε εκδηλώσεις της πόλης, όπου εντόπιζε τα θύματά του, τα βίαζε και μετά τα σκότωνε.
Το 1977, ο 27χρονος Τζεφ Ρίγκναλ κατήγγειλε τον βιασμό του από τον Τζον Γκέισι στην αστυνομία, υποστηρίζοντας ότι ο «Pogo» τον παρέσυρε σε ένα αυτοκίνητο και τον νάρκωσε με χλωροφόρμιο. Αμέσως μετά τον οδήγησε στο σπίτι του, του έβαλε χειροπέδες και τον βίασε. Η υπόθεση διευθετήθηκε εξωδικαστικά και ο Γκέισι κατέβαλε στο θύμα 3.000 δολάρια.
Η γνωριμία του δολοφόνου με την πρώτη κυρία των ΗΠΑ
Τον Ιανουάριο του 1978, ένας 19χρονος κατήγγειλε ότι ο Τζον Γκέισι του παρουσιάστηκε ως αστυνομικός και σημαδεύοντάς τον με όπλο τον διέταξε να μπει στο αυτοκίνητό του. Του πέρασε χειροπέδες και τον πήγε στο σπίτι του, όπου εκεί αποπειράθηκε να τον πνίξει και τον βίασε υπό την απειλή όπλου. Όμως την επόμενη μέρα ο Τζον πήγε τον νεαρό κανονικά στη δουλειά του.
Κατά την ανάκρισή του στην αστυνομία, ο Τζον υποστήριξε ότι είχαν κάνει μεταξύ τους μια συμφωνία και έπρεπε να τηρηθεί. Η συμφωνία αυτή αφορούσε την αμοιβή του νεαρού για να προσφέρει έρωτα, αλλά επειδή δεν τηρήθηκε, κατήγγειλε βιασμό. Επειδή ο νεαρός δεν είχε επιχειρήματα, ο ανακριτής πείστηκε από την κατάθεση του Τζον Γκέισι.
Μετά την αθώωσή του, ο Γκέισι συνέχισε να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία και τον Μάιο του 1978, ο κατά συρροή δολοφόνος, που ηγήθηκε της παρέλασης για την Ημέρα του Συντάγματος της Πολωνίας, γνώρισε την πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρόζαλιν Κάρτερ!
Ο φόνος που αποδείχθηκε η αρχή του τέλους για τον κλόουν δολοφόνο
Στις 11 Δεκεμβρίου 1978, ο 15χρονος Ρόμπερτ Πιστ ετοιμαζόταν να κλείσει τη βραδινή βάρδια στο φαρμακείο όπου εργαζόταν ως πωλητής. Περίπου στις 21:00 το βράδυ, η μητέρα του ήρθε να τον πάρει για να γιορτάσουν όλη μαζί οικογενειακά τα 46α γενέθλιά της.
Ο Πιστ ζήτησε από τη μητέρα του να περιμένει λίγα λεπτά γιατί ήθελε να μιλήσει με κάποιον που του πρόσφερε δουλειά με μισθό πέντε δολάρια παραπάνω από κείνον που έπαιρνε στο φαρμακείο. Έπειτα από αυτή τη συνομιλία, ο Πιστ εξαφανίστηκε. Όλη η οικογένεια μαζί με τα δύο εκπαιδευμένα σκυλιά τους ξεκίνησαν να τον ψάχνουν τον χωρίς αποτέλεσμα και κάλεσαν την αστυνομία μέσα στα μεσάνυχτα.
Την επόμενη μέρα, ο αξιωματικός Τζο Κόσεντσακ, του οποίου ο γιος πήγαινε στο ίδιο σχολείο με τον Πιστ, ξεκίνησε τις έρευνες. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο άνθρωπος που επικοινώνησε εκείνο το βράδυ με τον Ρόμπερτ ήταν ο Τζον Γκέισι. Όταν όμως ο Κόσεντσακ τον κάλεσε για κατάθεση το ίδιο βράδυ, εκείνος δεν πήγε. Εκείνη την ώρα ο Τζον Γκέισι προσπαθούσε να εξαφανίσει το πτώμα του Ρόμπερτ Πιστ, πετώντας το στον ποταμό Des Plaine, αφού δεν είχε άλλο χώρο στο υπόγειό του.
Στις 3:20 τα ξημερώματα ο Τζον Γκέισι πήγε στο αστυνομικό τμήμα που τον είχε καλέσει ο Κόσεντσακ, αλλά δεν τον δέχτηκαν και την ίδια ημέρα της 13ης Δεκεμβρίου άρχισαν τις έρευνες στο σπίτι του. Εκεί το μόνο που βρέθηκε ήταν μια απόδειξη για μια ταινία που ανήκε στον Ρόμπερτ Πιστ. Τίποτα άλλο δεν βρέθηκε κατά την έρευνα που να σχετίζεται με τον άτυχο άνδρα, αλλά αδιαμφισβήτητα για τις Αρχές ο έφηβος βρισκόταν στο σπίτι του Γκέισι.
Η αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί τον Γκέισι όλο το 24ωρο και στις 15 Δεκεμβρίου βρέθηκε μέσα στο σπίτι του ένα δαχτυλίδι που ανήκε σε κάποιον Τζον Σικ που είχε εξαφανιστεί πριν από δύο χρόνια.
«Αν ο διάβολος υπάρχει, τότε σίγουρα ζούσε σε αυτό το σπίτι»
Στις 19 Δεκεμβρίου ο Γκέισι κάλεσε δύο αστυνομικούς για πρωινό στο σπίτι του που βρισκόταν στο West Summerdale 8213. Την ίδια μέρα, οι δικηγόροι του κατέθεσαν αγωγή κατά των αστυνομικών για 750.000 δολάρια με την αιτιολογία ότι διενεργούσαν παράνομα έρευνες, καταστρέφοντας τη φήμη του πελάτη τους.
Όταν το βράδυ της 20ής Δεκεμβρίου ο Γκέισι πήγε να συζητήσει τις λεπτομέρειες για την αγωγή με τους δικηγόρους του, ήταν μεθυσμένος και αναγνώρισε το όνομα του Ρόμπερτ Πιστ σε τίτλο εφημερίδας στο τραπέζι. Αυθόρμητα είπε ότι το αγόρι αυτό είναι νεκρό και βρίσκεται στο ποτάμι. Στη συνέχεια προχώρησε ασυναίσθητα στην ομολογία ότι σκότωνε ανήλικους και έθαβε τα πτώματά τους στο σπίτι του. Τα θύματά του τα αποκαλούσε «πόρνες» και τα θεωρούσε «περιουσία του». Ήταν τόσο μεθυσμένος που σε κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος, και όταν ξύπνησε, είπε ότι δεν είχε χρόνο και έφυγε.
Αμέσως μετά, ένας από τους δικηγόρους του αποκάλυψε στην αστυνομία την ομολογία του Τζον Γκέισι και στις 21 Δεκεμβρίου ο κλόουν δολοφόνος συνελήφθη την ώρα που προσπαθούσε να παραδώσει σε έναν από τους υπαλλήλους του μια σακούλα με μαριχουάνα μπροστά σε ένα βενζινάδικο. Σε νέα έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στο σπίτι του εντόπισαν μια τρύπα που οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού του. Εκεί βρέθηκαν διαμελισμένα τουλάχιστον τρία πτώματα.
Μιλώντας για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, ο Γκέισι ομολόγησε ότι σκότωσε 33 αγόρια. Έθαψε 29 από αυτά στο υπόγειο, ενώ τα πτώματα άλλων τεσσάρων, συμπεριλαμβανομένου του Πιστ, τα πέταξε στον ποταμό Des Plaine. Ο δολοφόνος έφτιαξε το σχέδιο των ταφών, βάσει του οποίου ξεκίνησαν οι ανασκαφές στο σπίτι του.
Αφού βρέθηκαν όλα τα θύματα, το σπίτι κατεδαφίστηκε και δόθηκε νέα διεύθυνση.
«Αν ο διάβολος υπάρχει, τότε σίγουρα ζούσε σε αυτό το σπίτι» είπε ένας από τους εργάτες που γκρέμισε το σπίτι του Τζον Γκέισι.
Δίκη και κληρονομιά
Η δίκη του Γκέισι ξεκίνησε στις 6 Φεβρουαρίου 1980. Οι δικηγόροι του προσπάθησαν να πείσουν τους ενόρκους ότι ο πελάτης τους ήταν αθώος λόγω ψυχικών διαταραχών, αλλά οι εισαγγελείς πρότειναν τη θανατική ποινή. Πέντε εβδομάδες αργότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ένοχος και για τις 33 δολοφονίες. Την επόμενη μέρα τον καταδίκασαν για τις 21 δολοφονίες σε ισόβια και για τις άλλες 12 σε θάνατο. Οι συγγενείς των θυμάτων στο άκουσμα αυτής της απόφασης ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Τη δεκαετία του 1980 ο φόβος των κλόουν κυριαρχούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς να είναι κάποιο στοιχείο καταγεγραμμένο επίσημα, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις του περιοδικού Vox και της εταιρείας ανάλυσης Morning Consult, περίπου το 42% των Αμερικανών τους κυριεύει ο φόβος. Με βάση τα νέα στατιστικά δεδομένα, οι Αμερικανοί φαίνεται πως φοβούνται περισσότερο τους κλόουν παρά τους τρομοκράτες, τα φαντάσματα και τον θάνατό τους.
Οι δικηγόροι που υπερασπίστηκαν τον Τζον Γκέισι στο δικαστήριο έγραψαν το βιβλίο «John Wayne Gacy: Defending the Monster» και κάποιος από αυτούς θυμήθηκε ότι ο Γκέισι περιέγραφε τον εαυτό του ως «κριτή, ένορκο και εκτελεστή για πολλά από τα παιδιά» και ότι «έβλεπε τα θύματά του ως αντικείμενα, χωρίς να νιώθει οίκτο για αυτά».
«Πάντα λέω στους ανθρώπους ότι το ακατανόητο για τον Τζον Γκέισι είναι ότι δεν ήταν τρομακτικός σαν άτομο έως τη στιγμή που από φιλικός, γοητευτικός και συμπαθής άνδρας έγινε δολοφόνος», λέει ο Σαμ Αμιράντε, δικηγόρος και συγγραφέας του βιβλίου.
Η εκτέλεση είχε προγραμματιστεί για τις 2 Ιουνίου 1980, αλλά τελικά έγινε το 1994. Τα 14 χρόνια αυτά, ο κλόουν «Pogo» σπούδαζε νομική φιλολογία και άσκησε προσφυγές σε ανώτατα δικαστήρια, προσπαθώντας να αποδείξει ότι απουσίαζε από την πόλη όταν διεπράχθησαν τα 16 από τα 33 εγκλήματα, ότι είναι ψυχικά άρρωστος και η θανατική ποινή παραβιάζει το Σύνταγμα των ΗΠΑ.
Στη φυλακή, ο Γκέισι άρχισε να ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική και ζωγράφιζε κυρίως πορτρέτα κλόουν, τα οποία πωλούνταν σε γκαλερί και ιδιώτες συλλέκτες. Το κόστος της δουλειάς του ξεκινούσε από 200 δολάρια και έφτανε στα 20.000 δολάρια. Πολλοί από τους πίνακες αγοράστηκαν από συγγενείς των θυμάτων με σκοπό να τους κάψουν.
Ο Γκέισι δεν κέρδιζε χρήματα μόνο από τους πίνακες, αλλά εισέπραττε και περίπου 23 δολάρια από κάθε τηλεφωνική κλίση που έκαναν άνθρωποι για να ακούσουν την ηχογραφημένη 12λεπτη άρνηση της ενοχής του. Από τα έσοδα από αυτές τις δραστηριότητες ένα μέρος πήγαιναν για τη διατροφή του και τα υπόλοιπα ως αποζημίωση στις οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους.
Ο Γκέισι λάμβανε συχνά επιστολές ποικίλου περιεχομένου και οι θαυμαστές του εξομολογούνταν τον έρωτά τους.
Στις 10 Μαΐου 1994, ο Τζον Γκέισι εκτελέστηκε με θανατηφόρα ένεση. Το τελευταίο του γεύμα περιλάμβανε τηγανητές γαρίδες και κοτόπουλο KFC.
Στις περισσότερες Πολιτείες όπου εφαρμόζεται η θανατική ποινή, υπάρχει η παράδοση του «τελευταίου γεύματος». Ένα άτομο που καταδικάζεται σε θάνατο μπορεί να παραγγείλει και να φάει σχεδόν οποιοδήποτε φαγητό πριν εκτελεστεί.
Υπάρχει μια εκδοχή ότι το τελευταίο πράγμα που είπε ο Γκέισι ήταν: «Φίλα μου τον κ…». Όμως η δικηγόρος του Κάρεν Κόντι, που ήταν παρούσα στη θανατική ποινή, το διαψεύδει.
«Την ημέρα της θανατικής ποινής μίλησε πολύ και συζήτησε ακόμη και για τις προοπτικές της ομάδας μπέιζμπολ των Chicago Cubs, αλλά δεν είπε λέξη πριν από τη θανατική ένεση» τονίζει.