Σε διαρκή πίεση η αγορά ηλεκτρισμού – Οι δύο μεγάλες απειλές
Του Χάρη Φλουδόπουλου
Κατά τη χθεσινή ανακοίνωση των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για την ενεργειακή κρίση, ο αρμόδιος υπουργός Κ. Σκρέκας κατέληξε λέγοντας ότι για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση, η κυβέρνηση θα συνεχίσει την επιδότηση των λογαριασμών.
Η σχετική αναφορά μόνο τυχαία δεν ήταν καθώς είναι σαφές ότι τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αγορά του ηλεκτρισμού εντείνονται οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και των φουσκωμένων λογαριασμών που καταφθάνουν αυτό το διάστημα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αυτή η ανησυχία για ενδεχόμενη αύξηση των ανεξόφλητων οφειλών αποτελεί και την πρώτη μεγάλη απειλή για τον ενεργειακό κλάδο ενόψει της κρίσης που πλήττει τους τελευταίους μήνες την αγορά.
Χαρακτηριστικές της ανησυχίας είναι οι αναφορές κορυφαίου στελέχους της ΔΕΗ, κατά τη διάρκεια συνάντησης με δημοσιογράφους, που επισήμανε ότι η εταιρεία μπήκε στο 2022 καλύτερα θωρακισμένη αφού έχει προχωρήσει σε κινήσεις αντιστάθμισης για να περιορίσει την επίπτωση των υψηλών τιμών του αερίου και των ρύπων.
Ωστόσο η μεγαλύτερη ανησυχία για τον κυρίαρχο παίκτη της ελληνικής αγοράς με το μεγαλύτερο μερίδιο, αφορά στους καταναλωτές και κατά πόσο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στα αυξημένα κόστη που συνεπάγεται η ενεργειακή κρίση.
“Η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί είναι μη βιώσιμη” ειπώθηκε χαρακτηριστικά σε σχέση με τα τρέχοντα κόστη που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά.
Επί της ουσίας η βασικότερη ανησυχία σε επίπεδο αγοράς αφορά στον κίνδυνο να υπάρξει αύξηση στις ανεξόφλητες οφειλές, όταν τα νοικοκυριά καλούνται να διαχειριστούν λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, που ανάλογα με το μέγεθος της κατανάλωσης και την περίοδο της εκκαθάρισης του λογαριασμού ξεκινούν από 300 ευρώ και φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 700 ή και τα 800 ευρώ.
Πληροφορίες θέλουν τις εταιρείες αφενός μεν να παρακολουθούν στενά τις οφειλές των πελατών τους προκειμένου να μην υπάρξει διόγκωση των ανεξόφλητων οφειλών αφετέρου δε να υπάρχουν αυξημένα αιτήματα για διακανονισμούς των υψηλών λογαριασμών που καταφθάνουν αυτήν την περίοδο.
Κατά μία εκτίμηση, πάντως, ο δυσκολότερος μήνας ήταν ο Ιανουάριος, καθώς τον περασμένο μήνα δεν υπήρχαν επιδοτήσεις για τις επιχειρήσεις, οι οποίες κλήθηκαν να επωμιστούν στο σύνολό τους τα αυξημένα κόστη του Δεκεμβρίου. Από τον Ιανουάριο ωστόσο ξεκίνησε η επιχορήγηση και για τους μη οικιακούς καταναλωτές, περιορίζοντας την επίπτωση της ενεργειακής κρίσης.
Η δεύτερη μεγάλη απειλή για όσο διάστημα συνεχίζεται η ενεργειακή κρίση, αφορά στην ίδια την αγορά και τη βιωσιμότητα των εταιρειών του κλάδου. Οι εταιρείες προμήθειας, εξαιτίας ακριβώς του υψηλού κόστους της χονδρεμπορικής αγοράς καλούνται να επωμιστούν σημαντικά βάρη ενώ έχουν πολλαπλασιαστεί τα έξοδα κίνησης που απαιτούνται για τη συμμετοχή τους στην αγορά.
Όπως δείχνουν και τα αποτελέσματα των εισηγμένων καθετοποιημένων ομίλων ο κλάδος της προμήθειας δοκιμάζεται και οι όποιες απώλειες ισοσκελίζονται από τα θετικά αποτελέσματα του κλάδου της παραγωγής. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για την αγορά;
Ότι οι μη καθετοποιημένοι παίκτες που δε διαθέτουν τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν την προμήθεια με την παραγωγή βρίσκονται υπό διαρκή πίεση. Ενδεικτικές της πίεσης που υπάρχει στην αγορά, είναι οι πληροφορίες που θέλουν κάποιες εταιρείες να καθυστερούν την απόδοση των τελών που εισπράττουν μέσω των λογαριασμών ρεύματος προς τους Δήμους.
Ποια θα είναι η επίπτωση της κρίσης στην αγορά; Πηγές του κλάδου εκτιμούν ότι αναμένεται να υπάρξει το επόμενο διάστημα “ξεκαθάρισμα” στην αγορά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς το ενδεχόμενο για συγχωνεύσεις, εξαγορές χωρίς να αποκλείεται κάποιες εταιρείες να βρεθούν σε αδιέξοδο.
Σε αυτήν την κατεύθυνση το πιο κρίσιμο διάστημα είναι οι επόμενοι 2 έως 3 μήνες, έως ότου υπάρξει εξομάλυνση και υποχώρηση των τιμών της χονδρεμπορικής στην αγορά. Βεβαίως αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο για την έκβαση της κρίσης καθώς υπάρχουν και εκτιμήσεις που τοποθετούν χρονικά την υποχώρηση των τιμών για το καλοκαίρι.
Σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι η αγορά θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό πίεση το 2022, ενώ η επιστροφή στην κανονικότητα με τιμές χονδρεμπορικής στα επίπεδα των 70 με 80 ευρώ /μεγαβατώρα δε θα γίνει νωρίτερα από το 2023, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πίεση που θα ασκηθεί στους καταναλωτές αλλά και στις εταιρείες του κλάδου.