O Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει το ισχυρό asset της ΝΔ και υπερτερεί στην προσωπική σύγκριση με τον Αλέξη Τσίπρα
Με την ολοκλήρωση ενός μεγάλου κύκλου δημοσκοπήσεων – ερευνών τις προηγούμενες εβδομάδες και μετά το ξέσπασμα της δεύτερης φάσης της υπόθεσης των υποκλοπών, υπάρχει πλέον μια σαφέστερη εικόνα στο πολιτικό σκηνικό για τα δεδομένα που διαμορφώνονται στην τελική ευθεία πριν τις εκλογές που τοποθετούνται για την άνοιξη από τους καλά γνωρίζοντες. Με τη δημοσιοποίηση της έρευνας της GPO (Star) και του δεύτερου μέρους αυτής της MARC (ANT1), τα δημοσκοπικά δεδομένα είναι σαφή: το προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευκρινές, έστω και αν είναι ελαφρώς ψαλιδισμένο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει το ισχυρό asset της ΝΔ και υπερτερεί στην προσωπική σύγκριση με τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ το βασικότερο πρόβλημα για τους πολίτες παραμένουν η ακρίβεια και η οικονομία, με το καλάθι του νοικοκυριού να μην έχει θέλξει μεν, να «συγκρατεί» δε το κυβερνών κόμμα.
Μια συνολική επισκόπηση των δημοσκοπήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας, παράλληλα, δίνει και ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία. Η ΝΔ στην πρόθεση ψήφου καταγράφει ποσοστά άνω του 30%, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για την πρώτη κάλπη που ο πρωθυπουργός έχει περιγράψει ως εξαιρετικά κρίσιμη, μιας και το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος θα είναι «βαρόμετρο» και για το ποσοστό των δεύτερων εκλογών. Όσο για την προβολή του αποτελέσματος στην εκτίμηση ψήφου, οι περισσότεροι δημοσκόποι διαπιστώνουν ότι η ΝΔ εξακολουθεί να κινείται στις παρυφές της αυτοδυναμίας, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι συσπειρώνει τις δυνάμεις του, δεν μπορεί να κάνει την υπέρβαση και να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών από μια σειρά κυβερνητικών επιλογών και χειρισμών.
Πώς βγαίνει η αυτοδυναμία
Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει πλέον μπροστά του κάποιους ωφέλιμους πολιτικούς μήνες, στα κομματικά επιτελεία έχουν ξεκινήσει οι μαθηματικοί υπολογισμοί για το ποσοστό που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοδύναμη κυβέρνηση στις δεύτερες εκλογές. Ο κ. Μητσοτάκης, άλλωστε, εμμένει στην ανάγκη μιας ισχυρής εντολής στη ΝΔ, εμφανιζόμενος αρκετά προβληματισμένος για την προοπτική μιας συνεργασίας, αν και δεν αποκλείει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο, εφόσον οι πολίτες αποφανθούν διαφορετικά. Διόλου τυχαία, πάντως, ο πρωθυπουργός από το LSE δεν αναφέρθηκε στο ποσοστό της τάξης του 37-38%, καθώς κάπου εκεί τοποθετείται ο πήχης της αυτοδυναμίας με τον νέο εκλογικό νόμο.
Με τον προηγούμενο νόμο, τον νόμο Παυλόπουλου, τα πράγματα ήταν απλούστερα. Το πρώτο κόμμα έπαιρνε μπόνους 50 εδρών και η ο πήχης της αυτοδυναμίας ξεκινούσε από το 40,4%. Για κάθε 1% κομμάτων που έμεναν εκτός Βουλής, ο πήχης υποχωρούσε κατά 0,4%. Άρα, αν το άθροισμα των κομμάτων εκτός Βουλής ήταν 10%, ένα κόμμα έπρεπε να πάρει πάνω από 36,4% για να μπορεί να έχει το απόλυτο των εδρών.
Πλέον, με τον νέο νόμο τα δεδομένα διαφοροποιούνται. Το μπόνους ξεκινά να μετρά από το 25%, για το οποίο το πρώτο κόμμα παίρνει 20 έδρες. Για κάθε 0,5%, προστίθεται και μια έδρα. Συνεπώς, ένα κόμμα που θα πάρει π.χ. 37% έχει λαμβάνειν 44 έδρες από το μπόνους που μπορεί να φτάσει ως και τις 50 έδρες στο σύνολο. Εν προκειμένω, οι 44 έδρες αφαιρούνται από το σύνολο των 300 εδρών, άρα μένουν 256 να κατανεμηθούν αναλογικά με βάση τη δύναμη των κομμάτων. Οι έδρες πολλαπλασιαζόμενες με το ποσοστό του κόμματος δίνουν τις έδρες της πρώτης κατανομής και στη συνέχεια διατίθενται τα υπόλοιπα της δεύτερης κατανομής. Με αυτό το παράδειγμα και με 10% κομμάτων εκτός Βουλής, η ΝΔ προσεγγίζει τις 150 έδρες, συνεπώς με μεγαλύτερο ποσοστό του 37% ή με μεγαλύτερο ποσοστό κομμάτων που θα μείνουν εκτός Κοινοβουλίου, βάζει ρότα για την αυτοδυναμία.