Το κόστος των αρνητών και των αναποφάσιστων
Ιδανικές κοινωνίες και οικονομίες δεν υπάρχουν. Τη θεωρητική σκέψη όμως την απασχολούν και οι δύο εκδοχές. Εχουμε αναλογιστεί το κόστος των αρνητών του εμβολιασμού και τις επιπτώσεις τους στην πραγματική οικονομία;
Οι δαπάνες της πανδημίας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε ελαστικές και ανελαστικές. Η πρώτη φάση της πανδημίας χαρακτηρίζεται από ανελαστικές δαπάνες λόγω έλλειψης φαρμακευτικών ή εμβολιαστικών μέσων για την αντιμετώπισή της. Η δεύτερη φάση, από τον Φεβρουάριο του 2021 και μετά, όταν ο μαζικός εμβολιασμός έγινε εφικτός, οι δαπάνες μπορούν να χαρακτηριστούν ελαστικές, σε μεγάλο βαθμό. Με άλλα λόγια, από τον Φεβρουάριο του 2021 το κόστος της πανδημίας ήταν ανάλογο του ποσοστού των μη εμβολιασμένων και των αρνητών.
Βάσει των στοιχείων του κατατεθειμένου προϋπολογισμού, το συνολικό κόστος της πανδημίας είναι 43,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 23,1 δισ. δαπανήθηκαν το 2020, 16,9 δισ. το 2021, ενώ για το 2022 έχουν προϋπολογιστεί 3,3 δισ. (το τελικό κόστος θα εξαρτηθεί ασφαλώς από τα επιδημιολογικά δεδομένα).
Η δημοσιονομική και οικονομική πολιτική τα τελευταία δύο χρόνια υπηρέτησε πρωτίστως τις ανάγκες της υγειονομικής κρίσης, και είχε πανομοιότυπα χαρακτηριστικά: ενίσχυση της ρευστότητας με την αναπλήρωση εισοδημάτων από απολεσθείσες θέσεις εργασίας και παροχή επιδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις για να επιβιώσουν την παρατεταμένη περίοδο παύσης λειτουργίας τους. Η γκάμα των μέτρων ήταν ευρεία και αποτελεσματική. Κάλυπτε φυσικά και νομικά πρόσωπα μέσω της παροχής αποζημίωσης ειδικού σκοπού και της αναστολής φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Παρείχε ρευστότητα στις επιχειρήσεις μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής και διαφόρων άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Επιδότησε τόκους επιχειρηματικών δανείων. Επέβαλε μείωση ενοικίων. Μείωσε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες τις ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών. Ανέστειλε την καταβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Ενίσχυσε τους ανέργους και εποχικά απασχολουμένους. Και, τέλος, με τα μέτρα αυτά συνδυαστικά, στηρίχτηκε η ελληνική οικονομία, από τον πρωτογενή τομέα μέχρι τη μεταποίηση, από τον τουρισμό και την εστίαση μέχρι τη μικρομεσαία επιχείρηση και από τον πολιτισμό μέχρι όλους τους κλάδους των υπηρεσιών.
Θα ήταν παράλειψη σε αυτό το σημείο αν δεν αναφέραμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση συνέδραμε στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας. Ενδεικτικά, με την αρχή της πανδημίας τον Απρίλιο του 2020 διατέθηκαν στην Ελλάδα 5,3 δισ. ευρώ. Το Recovery and Resilience Facility προσέφερε συνολικά στην Ελλάδα 17,8 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα SURE άλλα 5,2 δισ. ευρώ. Η ενίσχυση αυτή θα έχει και συνέχεια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, που δυνητικά μπορεί να αποφέρει στη χώρα μας έως και 101 δισ. ευρώ την περίοδο 2021-26.
Το 2020 η χώρα μας δεν είχε επιλογές, όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης. Υιοθέτησε στρατηγικές περιορισμού της εξάπλωσης του ιού λαμβάνοντας αυστηρά μέτρα καραντίνας και επέβαλε, ουσιαστικά, δραστικό περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας, με τις αντίστοιχες δαπάνες για να κρατηθεί η κοινωνία όρθια και η οικονομία σε χειμερία νάρκη.
Το αναγκαίο κόστος για την Ελλάδα ήταν 23,1 δισ. ευρώ (12,1% του ΑΕΠ), με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,5%. Κόστος ανελαστικό και επώδυνο, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Οσες χώρες δεν πήραν τέτοιου είδους μέτρα, ήρθαν αντιμέτωπες με τραγικές συνέπειες ιδιαίτερα με την απώλεια ανθρώπινων ζωών (Ιταλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο).Βάσει των στοιχείων του κατατεθειμένου προϋπολογισμού, το συνολικό κόστος της πανδημίας είναι 43,3 δισ. ευρώ.
Η κατάσταση για το 2021 θα μπορούσε, όμως, να ήταν εντελώς διαφορετική. Το 2021 η χώρα μας, όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης, είχε επιλογή: τον μαζικό εμβολιασμό. Παρ’ όλα αυτά φτάνουμε στο τέλος του 2021 με πλήρως εμβολιασμένο το 66% των πολιτών άνω των 12 ετών. Είχαμε καλύτερες επιλογές, αλλά δεν τις υιοθετήσαμε. Χώρες όπως η Πορτογαλία, η Μάλτα, η Δανία και η Ιρλανδία κατέγραψαν ποσοστά άνω του 92% για την ίδια περίοδο.
Εγχώριοι αλλά και διεθνείς οργανισμοί (Eurobank Equities, Citigroup) έχουν υπολογίσει, κατά προσέγγιση ασφαλώς, ότι το κόστος για μια οικονομία σε πλήρες lockdown δύο εβδομάδων κυμαίνεται στο 0,7% του ΑΕΠ. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στα αποτελέσματα των lockdowns που είχαν προηγηθεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας το νούμερο αυτό αντιστοιχεί σε ένα κόστος περίπου σε 1,4 δισ. ευρώ ανά δύο εβδομάδες. Αν υπήρχε δυνατότητα να υπολογίσουμε το διάστημα που η ελληνική οικονομία παρέμεινε μερικώς ή ολικώς κλειστή κατά τη διάρκεια του 2021, θα είχαμε μια γενική προσέγγιση του συνολικού κόστους. Σίγουρα θα ανέρχεται σε αρκετά δισεκατομμύρια. Αυτό που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό από τα 16,9 δισ. που δαπανήθηκαν το 2021 θα μπορούσαν να είχαν εξοικονομηθεί απλά και μόνο αν τα επικουρικά προγράμματα προς τους ιδιώτες, εργαζομένους και επιχειρήσεις δεν ήταν αναγκαία, τουλάχιστον στο ύψος που έφθασαν.
Σύμφωνα πάλι με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, οι δαπάνες για το σύστημα υγείας το 2020 υπερέβησαν την αρχική εκτίμηση κατά 1 δισ. ευρώ. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ανελαστική δαπάνη. Για το 2021, όμως, η υπέρβαση ήταν πάλι της τάξης του 1 δισ. ευρώ. Αυτή η δαπάνη έχει στοιχεία ελαστικότητας και είναι αναλογική με το ποσοστό του πληθυσμού που παρέμεινε ανεμβολίαστο και ουσιαστικά κατέκλυσε τις μονάδες εντατικής θεραπείας. Ιδανικά, με μια καλύτερη επιδημιολογική εικόνα, θα μπορούσαν οι δαπάνες αυτές να πήγαιναν σε υποδομές, κάτι που τόσο ανάγκη έχει το ελληνικό σύστημα υγείας. Επίσης, η ροή εσόδων θα ήταν διαφορετική αν η Ελλάδα θεωρείτο πιο ασφαλής χώρα προορισμού το 2021. Ως αποτέλεσμα, τα έσοδα θα ήταν αυξημένα, αλλά και η λειτουργία των επιχειρήσεων –ιδιαίτερα των τουριστικών– θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια.
Προφανώς είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφενός το «κόστος των ανεμβολίαστων και των αρνητών» για την παροχή της θεραπευτικής τους αγωγής, και αφετέρου το κόστος από τη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας και τις αναγκαίες δαπάνες για τη στήριξη των πολιτών και των επιχειρήσεων κατά το 2021. Οι ενδείξεις πάντως είναι αδιάσειστες για ένα πολύ υψηλό τίμημα που έχουμε καταβάλει ως χώρα τόσο σε θανάτους όσο και για άλλες δαπάνες λόγω των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού.
Κλείνοντας, να υπογραμμίσω ότι το κείμενο αυτό δεν επιδιώκει να κάνει ακριβείς οικονομικές προβλέψεις. Είναι περισσότερο μια άσκηση κοινής λογικής, και ας μου επιτραπεί να σημειώσω, αναλογιζόμενος όλες τις θεωρίες συνωμοσίας που έχουν διακινηθεί στην ελληνική κοινωνία, ότι είναι και ένα μάθημα πολιτικής. Οπως λέει μια παροιμία αγνώστου προέλευσης, η δημοκρατία είναι σαν την άνοιξη, αφήνει όλα τα άνθη ν’ ανθίσουν, αλλά εδώ πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα φρούτα.
* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίαςκαι στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.