Οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της Καστοριάς
Η Καστοριά αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες πόλεις του ελληνικού χώρου για τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της, εκ των οποίων κυρίαρχο ρόλο καταλαμβάνουν οι 61 σωζόμενες εκκλησίες. Όλες έχουν κηρυχθεί διατηρητέες από το 1924 έως το 1991 με κατά καιρούς Προεδρικά Διατάγματα ή Υπουργικές Αποφάσεις, ως ιστορικά μνημεία[1]. Σήμερα, στέκουν ολόρθες θυμίζοντας την εικόνα της πόλης στην Βυζαντινή και Τουρκοκρατούμενη Εποχή, και δηλώνοντας με τον πιο απερίφραστο τρόπο το πλούσιο θρησκευτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο της πόλης.
Σήμερα διατηρούνται, από την βυζαντινή εποχή, 15 ακέραιες εκκλησίες, οι οποίες είναι του Αγίου Στεφάνου (9ος), του Ταξιάρχη Μητροπόλεως (10ος), της Παναγίας Κουμπελίδικης(10ος), των Αγίων Αναργύρων(11ος), το καθολικό της μονής Παναγίας Μαυριώτισσας (τέλος 11ου αι.), του Αγίου Νικολάου Κασνίτζη (β’ μισό 12ου), του Ταξιάρχη Γυμνασίου (β’ μισό 12ου), του Αγίου Αθανασίου Μουζάκη(14ος), του Αγίου Νικολάου Πετρίτη (14ος), του Αγίου Νικολάου Δραγωτά (14ος), του Αγίου Νικολάου Τζώτζα (14ος), του Αγίου Νικολάου Μαυριωτίσσης (14ος), του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου (14ος), της Παναγίας Φανερωμένης (14ος) και οι Άγιοι Τρεις (14ος). Ακόμη, σε μερικές μεταγενέστερες εκκλησίες, όπως ο Αγ. Γεώργιος Πολιτείας, ο Αγ. Δημήτριος Οικονόμου και ο Αγ. Νικόλαος Κυρίτζη, διατηρούνται τμήματα και διάκοσμος από τη Βυζαντινή Εποχή.
Γενικό χαρακτηριστικό των ναών της Καστοριάς είναι η μικρή κλίμακα. Επικρατούν τρεις τύποι ναών, η τρίκλιτη βασιλική, οι μονόχωροι με νάρθηκα και οι τρίκογχοι (μοναδικό παράδειγμα αποτελεί ο ναός της Παναγίας της Κουμπελίδικης). Κύριο στοιχείο των τρίκλιτων βασιλικών είναι ο τονισμός του μεσαίου κλίτους με την έντονη υπερύψωση του φωταγωγού, στον οποίο ανοίγονται μονόλοβα και λίγα δίλοβα παράθυρα (η διαμόρφωση αυτή, σε συνδυασμό με το μικρό μήκος των ναών δίνει την εντύπωση του ορθογωνικού τρούλου).[4]
Η τοιχοδομή είναι ισόδομη και μάλλον ακανόνιστη. Χρησιμοποιούνται λίθοι στο φυσικό τους σχήμα ή αποστρογγυλεμένοι στις γωνίες, που περιβάλλονται από παχύ κεραμικό κονίαμα (κουρασάνι). Οι μικρότεροι από αυτούς συμπληρώνονται, όχι σπάνια και ανάλογα με το σχήμα που έχουν, με πλίνθους τοποθετημένους οριζόντια ή κάθετα. Για την ποικιλία του συνόλου και την δημιουργία κάποιας ζωγραφικότητας, ανάμεσα από τους οριζόντια στρωμένους λίθους μεσολαβούν πλίνθοι σε διάφορα σχήματα, με διακοσμητικό και μόνο χαρακτήρα. Το σύστημα αυτό δομής γίνεται ακόμα γραφικότερο με την εναλλαγή των ποικίλων χρωμάτων των λίθων, του άφθονου κεραμικού κονιάματος, των πλίνθων σε διάφορες ελαφριές αποχρώσεις του κόκκινου κεραμιδί και των πλούσιων κεραμικών κοσμημάτων.[5]
Όπως φαίνεται από την κατανομή των εκκλησιών, οι πρώιμοι βυζαντινοί ναοί, εκτός από την Παναγία Φανερωμένη, βρίσκονται όλοι σε δύο κύριους πυρήνες. Ο πρώτος καταλαμβάνει την περιοχή της αγοράς, στη θέση της μεταγενέστερης Μητρόπολης και της σημερινής πλατείας Ομονοίας, και ο δεύτερος την περιοχή μεταξύ Ελεούσας και Γκραντίτσας στα ΒΑ της πόλης. Το παραπάνω μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε εκείνες τις περιοχές ήταν οι πυκνότεροι οικιστικοί πυρήνες της εκτός του κάστρου βυζαντινής πόλης. Οι μεταγενέστερες μεταβυζαντινές εκκλησίες βρίσκονται διάσπαρτες, που σημαίνει ότι στην συνέχεια πύκνωσε ολόκληρος ο ιστορικός χώρος της πόλης, από τον ισθμό της χερσονήσου μέχρι τις απότομες πλαγιές του βουνού.
Εκτός, τις εκκλησίες γνωρίζουμε ότι λειτουργούσαν μερικές μονές στον ιστό της πόλης. Ως καθολικά μονών αναφέρονται η Παναγία Φανερωμένη, ο Αγ. Γεώργιος Βουνού και η Παναγία Μουζεβίκη (Αγ. Μηνάς)[6]. Ακόμη, το σωζόμενο καθολικό της μονής Παναγίας Μαυριώτισσας στο ΝΑ άκρο της χερσονήσου της λίμνης που χρονολογείται στο τέλος του 11ου αι. φαίνεται πως έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή της πόλης κατά την βυζαντινή περίοδο.
Μετάβυζαντινή Εποχή
Τέλος, κατά τον 19ο αιώνα κτίστηκαν η Μητρόπολη, η Αγία Παρασκευή, οι Άγιοι Ανάργυροι Καρύδη, ο Άγιος Θωμάς, οι Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Παντελεήμων, ο Άγιος Δημήτριος, οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Αθανάσιος, η Αγία Παρασκευή Οικονόμου, ο Άγιος Λουκάς και ο Άγιος Νικόλαος άρχοντα Θωμάνου.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι ναοί δεν ξεχώριζαν ιδιαίτερα από τις γειτονικές κατοικίες. Εκτός από μικρές διαστάσεις και τη φτωχική εξωτερική διακόσμηση, παρουσιάζουν μια τάση ενσωμάτωσης στο υπόλοιπο κτιριακό περιβάλλον της πόλης.[7] Συναντώνται επίσης στοιχεία κοινά στους ναούς της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, όπως η απομόνωση από το εξωτερικό περιβάλλον , που επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του μεγέθους και τον αριθμό των ανοιγμάτων, η χαμηλή είσοδος και η ταπείνωση του δαπέδου από την στάθμη του εξωτερικού εδάφους.[8] Ναοί με χαμηλότερη είσοδο σώζονται σήμερα στην Καστοριά, οι Άγιοι Τρεις και οι μεταγενέστεροι του Ιωάννη Θεολόγου στην παραλία και του Ταξιάρχη στη συνοικία Απόζαρι. Σκοπός των κτητόρων τους ήταν ίσως να αποφευχθεί η πρόκληση του θρησκευτικού των μουσουλμάνων κατακτητών, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί και το γεγονός ότι οι ναοί αυτοί ήταν στην πλειοψηφία τους προσφορές ιδιωτών με συγκεκριμένες οικονομικές δυνατότητες. Με αυτό το δεδομένο και τη σκέψη ότι οι ναοί λειτουργούσαν ως ιδιωτικοί, κάτι που δεν είναι εξακριβωμένο, αλλά φαίνεται πιθανό και επιβεβαιώνεται και από τη σημερινή πραγματικότητα της πόλης, είναι φυσικό να ήταν προσαρμοσμένοι όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο αλλά και στις ανάγκες των κτητόρων τους.[9]
Παρατηρώντας κανείς τον χάρτη διαπιστώνει ότι οι μεταβυζαντινοί ναοί συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο συνοικίες της περιοχής Απόζαρι, του Αγίου Λουκά και του Αγίου Παντελεήμονα, και στην συνοικία της Παναγίας Ελεούσας, πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι σε εκείνα τα σημεία δημιουργήθηκαν οι πυκνότεροι οικιστικοί πυρήνες των χριστιανών, ύστερα από την εκδίωξη τους από το κάστρο, όπου εγκαταστάθηκαν οι Τούρκοι. Γεγονός πάντως αποτελεί η κατασκευή εκκλησιών και εντός του κάστρου, στην συνοικία Οικονόμου, στην περιοχή της αγοράς.
Τέλος, για αποφυγή παρερμηνείας ως προς τον αριθμό των εκκλησιών, μέσα στον πολεοδομικό ιστό υπάρχουν σήμερα 56 βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί, ενώ άλλοι 5 βρίσκονται στη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη. Οι σύγχρονοι ναοί μαζί με τα παρεκκλήσια ολοκληρώνουν το συνολικό αριθμό των ναών της πόλης, που ανέρχεται στους 72.
πηγές εικόνων
Α. Ορλάνδος, Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς, Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος, τ. Δ’, 1938
panoramio.com
[1] listedmonuments.culture.gr
[2] Γ. Χρηστίδης, Αι εκκλησίαι της Καστοριάς, Γρηγόριος Παλαμάς 6 (1922), σ. 390, 391
[3] Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά. Ιστορία-Μνημεία-Λαογραφία, από την ίδρυση μέχρι τον 10ο μ.Χ αι., Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ 6 (1973-74), Θεσ/νίκη, σ. 407, 408
[4] Ε. Δρακοπούλου, Η πολη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή Εποχή (12ος – 16ος αι.), Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρία, Αθήνα, 1997, σ. 22 – 24
[5] Σ. Πελεκανίδης, Καστοριά, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, Μέλισσα, Αθήνα, 1984, σ. 5,6
[5] Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2009, σ.
[7] Χ. Μπούρας, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα μετά την Άλωση, Αρχιτεκτονικά Θέματα 3, 1969, σ. 171
[8] ό.π. σ. 172
[9] Ε. Δρακοπούλου, Η πολη της Καστοριάς τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Εποχή (12ος – 16ος αι.), Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρία, Αθήνα, 1997, σ. 23
istorikakastorias.blogspot.com