Η επόμενη μέρα πρέπει να ξεκινήσει σήμερα
Του Μιχάλη Νικολέτου
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία πρωτοφανή κρίση. Η κρίση αυτή είναι πρωτίστως ανθρωπιστική και δευτερευόντως οικονομική.
Όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι, τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη μέρα. Όπως φάνηκε στη συμφωνία του Eurogroup, η Ελλάδα θα είναι δύσκολο να λάβει χρηματοδοτικά κονδύλια, τα οποία δεν θα επιβαρύνουν τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς της χώρας. Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι η διακοπή της οικονομικής δραστηριότητάς δεν θα έχει μακρά διάρκεια, και ότι σύντομα η Ευρώπη θα αντιληφθεί ότι τα κονδύλια που θα χρειαστούν οι χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει να ενισχυθούν.
Τα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση θα είναι καθοριστικά για το μέλλον της χώρας, ώστε τα 10 χρόνια των μνημονίων να μην πάνε χαμένα. Αν και τα ελαφρυντικά μέτρα των 14 δισ., που ήδη έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση θωρακίζουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία, δεν είναι αρκετά για να αντιμετωπίσουν μια παρατεταμένη διακοπή οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας. Μια χώρα με ΑΕΠ 192 δισ. ευρώ και χρέος ως προς το ΑΕΠ 175% δυστυχώς δεν έχει μεγάλη ευελιξία κινήσεων και εύρος επιλογών.
Η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα έχουμε μια μικρή ύφεση η οποία θα ξεπεραστεί σύντομα. Αυτή η εκτίμηση είναι αισιόδοξη. Αν σκεφτούμε ότι ο τουρισμός έμμεσα και άμεσα συμβάλει περίπου 20% στο ΑΕΠ, και ότι η εσωτερική κατανάλωση αντιστοιχεί περίπου στο 70% του ΑΕΠ, καταλαβαίνουμε γιατί μια παρατεταμένη “παύση” της οικονομίας θα αυξήσει την ανεργία και θα δημιουργήσει μία μεγαλύτερη ύφεση. Αν αυτό που ονομάζουν οι οικονομολόγοι, “velocity of money”, τείνει στο μηδέν, δηλαδή σε απλά ελληνικά η ταχύτητα με την οποία αλλάζουν χέρια τα χρήματα τείνει στο μηδέν, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας με την ταχύτητα που θα επιθυμούσε η ελληνική κυβέρνηση. Η τωρινή κρίση δεν έχει αντίκτυπο μόνο στη ζήτηση (όπως στα χρόνια των μνημονίων) αλλά και στην προσφορά, καθώς λόγω του ιού, η παραγωγή και η μεταφορά πολλών προϊόντων έχει παγώσει. Αυτό κάνει την αντιμετώπισή της πολύ πιο δύσκολη.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εκμεταλλευτεί στο μέγιστο:
α) την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup να ενεργοποιήσει τρία νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για τα μέλη της Ευρωζώνης,
β) την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ενεργοποιήσει τη ρήτρα γενικής εξαίρεσης (General Escape Clause) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης,
γ) την ανακοίνωση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης,
δ) ότι τα ελληνικά ομόλογα θα γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ, ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα,
και να εφαρμόσει άμεσα και δραστικά μέτρα.
Το πρώτο και πιο σημαντικό μέτρο θα είναι να διασφαλίσει τη ρευστότητα εντός της ελληνικής οικονομίας. Η ΕΚΤ εγγυήθηκε την παροχή ρευστότητας προς όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Η κυβέρνηση με τη σειρά της θα πρέπει να προτρέπει συνεχώς τις ελληνικές τράπεζες να την διοχετεύουν στις ελληνικές επιχειρήσεις, έτσι ώστε η οικονομία να έχει το απαραίτητο οξυγόνο για να λειτουργήσει.
Παράλληλα, εξαιτίας της κρίσης οποιαδήποτε ξένη επένδυση θα καθυστερήσει, άρα το δεύτερο μέτρο θα πρέπει να είναι ένα ουσιαστικό πρόγραμμα δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, το οποίο να ξεκινήσει άμεσα με το που μπει η χώρα σε κανονική λειτουργία. Οι τομείς των υποδομών και των νέων τεχνολογιών θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής, καθώς επίσης και μία ενεργειακή πολιτική που θα βοηθήσει τον κλάδο της βαριάς βιομηχανίας να γίνει και πάλι ανταγωνιστικός.
Η γραφειοκρατία και η δυσκολία πρόσβασης των επιχειρήσεων σε προγράμματα χρηματοδότησης και δανείων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Σε ό,τι αφορά νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός διευκόλυνσης επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνει μια ριζική ρύθμιση των κόκκινων δανείων σε εταιρείες που είναι βιώσιμες. Τα υψηλά τοκοχρεολύσια είναι συνάρτηση των μεγάλων δανείων και αυτά επιβαρύνουν καθοριστικά τη ρευστότητα των εταιρειών. Η κυβέρνηση γνωρίζει τις αποτιμήσεις των κόκκινων δανείων στα βιβλία των τραπεζών και ως εκ τούτου θα πρέπει να παρέμβει δραστικά. Αν πχ. ένα δάνειο που αρχικά είχε αξία 30 εκατομμύρια και τώρα στα βιβλία της τράπεζας είναι 15 εκατομμύρια, θα πρέπει να επέμβει η κυβέρνηση έτσι ώστε να αναπροσαρμοστεί το δάνειο στα 15 εκατομμύρια με νέο χαμηλότερο επιτόκιο. Παράλληλα, όποιος υπήρξε τυπικός και αποπλήρωνε τα δάνειά του να έχει προνομιακή μεταχείριση και να του παρέχεται επιδοτούμενο νέο δάνειο.
Στη συνέχεια, θα χρειαστεί να μειωθούν κατά 30% οι εργασιακές εισφορές ούτως ώστε να αποτραπεί ένα μέρος απολύσεων και να γίνουν πιο ευνοϊκές οι συνθήκες πρόσληψης. Παρ’ όλη την επιβάρυνση στο συνταξιοδοτικό σύστημα, η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και η μείωση της ανεργίας θα πρέπει να γίνουν προτεραιότητα. Άλλωστε, τα έσοδα από την ανάπτυξη είναι πιθανό να υπερκαλύψουν το βραχυπρόθεσμο έλλειμμα των κρατικών εσόδων.
Τέλος, η κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους. Αυτή η πανδημία και η οικονομική κρίση που την συνοδεύει δεν οφείλεται σε κακοδιαχείριση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα δεν θα είναι υπαίτια για την επερχόμενη δημοσιονομική εκτροπή της. Εφόσον μειωθεί κομμάτι του χρέους, η Ελλάδα θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές και να εκμεταλλευτεί στο μέγιστο τα πρόσφατα ευρωπαϊκά μέτρα δημοσιονομικής διευκόλυνσης και ρευστότητας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα μπορέσει να εφαρμόσει τα δραστικά μέτρα που θα χρειαστούν.
Αυτοί είναι οι κύριοι άξονες στους οποίους θα πρέπει να κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση προκείμενου η Ελλάδα, όχι μόνο να βγει όσο λιγότερο επιβαρυμένη γίνεται από αυτή την κρίση αλλά και να έχει ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον.
* Ο κ. Μιχάλης Νικολέτος είναι Οικονομικός Αναλυτής – Διαχειριστής Ξένων Κεφαλαίων