Ειλημμένη μοιάζει η κυβερνητική απόφαση για διεύρυνση των παρεμβάσεων στην αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ιδίως στην Αθήνα, μετά και τις νέες δηλώσεις στις οποίες προχώρησε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. «Μελετάμε την αγορά του Airbnb σε μια λογική κυρίως στην Αθήνα, να δούμε κατά πόσο μπορούμε να περιορίσουμε λελογισμένα τη βραχυχρόνια μίσθωση, για να απελευθερώσουμε περισσότερα ακίνητα για μακροχρόνια μίσθωση». Παράλληλα, προσέθεσε ότι «θα δούμε και το πόσο χρόνο θα πρέπει να επιτρέπουμε συνολικά στη διάρκεια του έτους να μπορεί να ενοικιάζεται ένα ακίνητο μέσα από πλατφόρμες τύπου Airbnb. Το μελετάμε γιατί είναι σύνθετο ζήτημα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Το θεσμικό πλαίσιο
Μία από τις επιλογές που υπάρχουν αφορά την ενεργοποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, στο οποίο ορίζεται (άρθρο 111 του ν. 4446/2016) ότι με κοινή απόφαση των υπ. Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Τουρισμού, μπορεί για λόγους που σχετίζονται με την προστασία της κατοικίας να καθοριστούν γεωγραφικές περιοχές όπου θα ισχύουν περιορισμοί στη διάθεση ακινήτων για βραχυχρόνια μίσθωση.
Οι περιορισμοί αυτοί προβλέπουν, π.χ., το να μην επιτρέπεται η βραχυχρόνια μίσθωση σε πάνω από δύο ακίνητα ανά ΑΦΜ δικαιούχου εισοδήματος ή χρονικοί περιορισμοί, όπως π.χ. να μην επιτρέπεται η βραχυχρόνια μίσθωση κάθε ακινήτου για περίοδο μεγαλύτερη των 90 ημερών τον χρόνο. Αν το ακίνητο βρίσκεται σε νησιά κάτω των 10.000 κατοίκων, το χρονικό όριο μειώνεται σε κάτω από 60 ημέρες σε ετήσια βάση. Αν όμως το ετήσιο έσοδο είναι χαμηλότερο των 12.000 ευρώ, μπορεί να παραταθεί το μέγιστο χρονικό διάστημα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι όποιες αλλαγές προωθούνται θα γίνουν μετά τη θερινή σεζόν, ώστε να μην υπάρξει διατάραξη του κλάδου. Αυτό σημαίνει ότι το τρέχον καλοκαίρι θα είναι ίσως το τελευταίο που ο τομέας θα λειτουργήσει με το παρόν καθεστώς.
Με βάση τα στοιχεία που επιμελήθηκε πρόσφατα η εταιρεία AIRDNA για λογαριασμό της «Κ», κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο στο κέντρο της Αθήνας λειτούργησαν 18,5% περισσότερα ακίνητα ως καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, με το σχετικό μέγεθος να ανέρχεται σε 12.762, παρότι οι μήνες αυτοί είναι με τη χαμηλότερη ζήτηση, συγκριτικά με το υπόλοιπο έτος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποιες περιοχές του κέντρου, όπως π.χ. στην Αγ. Κωνσταντίνου, τα καταλύματα αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο, κατά 20,2% και ανήλθαν συνολικά σε 791, ενώ ανοδική είναι η πορεία και στα υπόλοιπα δημοφιλή σημεία, όπως το εμπορικό τρίγωνο, όπου τα καταλύματα αυξήθηκαν κατά 15,4%, σε 2.382.
Στο Κουκάκι η αύξηση διαμορφώθηκε σε 14,5% –1.177 καταλύματα–, ενώ στον Νέο Κόσμο και την περιοχή των Εξαρχείων τα καταλύματα κατέγραψαν ετήσια αύξηση κατά 18,7% το φετινό πρώτο τρίμηνο, με τις αγγελίες να ανέρχονται σε 994 και 935 αντίστοιχα.
Στο ιστορικό κέντρο
Από την άλλη πλευρά, είναι εμφανές ότι η δραστηριότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχει αλλάξει μορφή και χαρακτήρα τα τελευταία χρόνια, καθώς επικεντρώνεται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν στις συνοικίες του ιστορικού κέντρου ή στα σημεία που προσφέρουν εύκολη πρόσβαση σ’ αυτό (π.χ. Παγκράτι, Νέος Κόσμος, Μετς), παρά σε όλο το κέντρο της Αθήνας. Για παράδειγμα, περιοχές όπως η Κυψέλη, οι Αμπελόκηποι, το Γαλάτσι δεν αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλείς επιλογές για βραχυχρόνιες μισθώσεις, λόγω χαμηλότερης απόδοσης των ακινήτων. Ακόμη περισσότερο στα βόρεια προάστια, όπου επίσης τα ενοίκια καταγράφουν πολύ μεγάλη αύξηση και η προσφορά είναι χαμηλή, εμφανίζουν πολύ χαμηλό αριθμό καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Οι πραγματικές αιτίες
Επομένως, όπως αναφέρουν και στελέχη της αγοράς ακινήτων, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Τα κλειστά διαμερίσματα είναι το πιο βασικό στοιχείο που έχει μειώσει την προσφορά. Ιδιοκτήτες που επιλέγουν συνειδητά να μην αξιοποιούν τα ακίνητά τους, κρατώντας τα κλειστά (π.χ. λόγω κακοπληρωτών ενοικιαστών ή φθορών που δεν μπορούν να επιδιορθώσουν για λόγους κόστους), είναι ένας βασικός παράγοντας, ίσως ο σημαντικότερος.
Ενας ακόμη λόγος εξηγείται από τη δομική αλλαγή που έχει συμβεί στην αγορά κατοικίας τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτή αφορά τη στροφή των νοικοκυριών στην ενοικίαση και όχι στην αγορά, όπως συνέβαινε την περίοδο 1995-2010. Η αδυναμία χρηματοδότησης της αγοράς ακινήτου σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι «εγκλωβίζονται» στην επιλογή της ενοικίασης, που αποτελεί μονόδρομο, εφόσον δεν διαθέτουν κάποιο ακίνητο.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα αυτό είναι ακόμη εντονότερο, καθώς σχετικές έρευνες δείχνουν ότι το ποσοστό όσων μένουν σε δικό τους ακίνητο είναι χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο και διαμορφώνεται σε περίπου 60%, έναντι 73% που είναι πανελλαδικά. Ετσι η ζήτηση για ενοικίαση έχει πολλαπλασιαστεί και την ίδια στιγμή η προσφορά έχει μειωθεί.