«Κομβικός ο ρόλος των servicers στην επιστροφή στον δανεισμό των πρώην κόκκινων δανειοληπτών», δηλώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας
Η ελληνική οικονομία αναμένεται να υπεραποδώσει και το 2024 σε σχέση με τους εταίρους μας στην Ε.Ε. Ποιοι τομείς κατά τη γνώμη σας συμβάλλουν στη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας;
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,5%, ενώ σύμφωνα με το βασικό σενάριο των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος (Δεκέμβριος 2023), το ΑΕΠ της ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,8%. Συνεπώς, όπως και το 2023, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. Η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, ειδικά αυτών που σχετίζονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες για τη συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής. Παράλληλα, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ορόσημο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και θα υποβοηθήσει την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων. Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, αξιόλογες προοπτικές ανάπτυξης έχουν ο κατασκευαστικός κλάδος, ο τουρισμός, καθώς και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Θα ήθελα, τέλος, να προσθέσω ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αναμένεται να έχει θετικό αποτύπωμα και στην οικονομία.
Η βελτίωση των οικονομικών δεικτών όσο και η αναγνώριση των προσπαθειών δεν σημαίνει ότι διακόπτουν τη λογική των μεταρρυθμίσεων. Κωδικοποιημένα, πού θα λέγατε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα βήματα και να ενισχυθούν οι διαρθρωτικές κινήσεις;
Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση εγγενών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, όπως η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στις μεταβιβάσεις ακινήτων, ο χωροταξικός σχεδιασμός, η ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στην υλοποίηση δράσεων που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Επίσης, η βελτίωση της Εκπαίδευσης και η διασύνδεση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με την ιδιωτική οικονομία είναι αναμφισβήτητα προϋπόθεση για την ενίσχυση της καινοτομίας και της παραγωγικότητας. Τέλος, σημαντικά ζητήματα ανακύπτουν στην αγορά εργασίας, στα οποία θα αναφερθώ στο τέλος.
Εντός του έτους θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Μπορούμε να την προσδιορίσουμε χρονικά; Πόσο αυτή θα επηρεάσει το τραπεζικό μας σύστημα;
Για να αρχίσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, χρειάζεται ο πληθωρισμός να ακολουθεί σαφή και σχετικά σταθερή πορεία σύγκλισης προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Η επιβράδυνση του πληθωρισμού που έχει σημειωθεί από το τέλος του 2022 μέχρι σήμερα είναι ενθαρρυντική, καθώς δείχνει ότι κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση, αν και στο αμέσως προσεχές διάστημα ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από τον στόχο. Έτσι, εκτιμώ ότι τα επιτόκια πολιτικής θα διατηρηθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για κάποια χρονική περίοδο, που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Αν και η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής είναι ιδιαίτερα ορατή στην ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνεχίζει να επικρατεί αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού και της ανάπτυξης, η οποία εντείνεται από τις παγκόσμιες εξελίξεις και τις γεωπολιτικές εντάσεις. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ θα συνεχίσουν να λαμβάνουν υπόψη τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα και τα επιτόκια μπορούν να αρχίσουν να μειώνονται όταν διαπιστωθεί ότι ο πληθωρισμός συγκλίνει σταθερά προς το 2% μεσοπρόθεσμα. Όσον αφορά το τραπεζικό μας σύστημα, το 2023 οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν ρεκόρ κερδών, που προήλθαν κυρίως από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής και τη μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου. Ενδεχόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων αναμένεται να έχει σχετικά μικρή επίπτωση στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, καθώς ταυτόχρονα με την ανατιμολόγηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού αναμένεται να μειωθεί και το κόστος χρηματοδότησης. Επισημαίνεται πάντως ότι η επίπτωση στην ποιότητα του ενεργητικού από την τρέχουσα οικονομική συγκυρία μπορεί να εμφανιστεί με χρονική υστέρηση στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι, παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού, οι τιμές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και εκ των πραγμάτων συρρικνώνουν το οικογενειακό εισόδημα;
Πράγματι, η υποχώρηση του πληθωρισμού δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το γενικό επίπεδο τιμών θα υποχωρήσει. Παρ’ όλα αυτά, σε κάποια προϊόντα, όπως καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, οι τιμές έχουν πράγματι υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα του 2022. Γενικά, όμως, οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές κρίσεις κρατούν τις τιμές των πρώτων υλών και των τροφίμων στις διεθνείς αγορές σε υψηλά επίπεδα. Συνολικά, οι τιμές στο καλάθι του καταναλωτή έχουν αυξηθεί κατά 14% από το 2021. Ενώ οι μισθοί, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., έχουν αυξηθεί κατά 11,4% το ίδιο διάστημα. Παράλληλα, ο ελάχιστος μισθός έχει αυξηθεί αθροιστικά κατά 30% περίπου από το 2019.
Επιπρόσθετα, από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει σημαντικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη των εισοδημάτων των ευάλωτων νοικοκυριών. Εν ολίγοις, η αγοραστική δύναμη του μέσου εργαζόμενου έχει σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι κάποιες κοινωνικές ομάδες, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι και οι άνεργοι, έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες εισοδήματος. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, το 2024 υλοποιούνται σημαντικές αποφάσεις πολιτικής, που ενισχύουν τα εισοδήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Ειδικότερα, αυξήθηκαν τα επιδόματα και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, οι συντάξεις και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ενώ προβλέπεται άρση του «παγώματος» των τριετιών στους μισθωτούς, καθώς και νέα άνοδος στον κατώτατο μισθό.
Σε τι φάση βρίσκεται η εξυπηρέτηση των «κόκκινων» δανείων, καθώς θυμάμαι πάντα να λέτε πως διαχρονικά είναι από τα πιο μεγάλα αγκάθια του τραπεζικού μας συστήματος;
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επί της ουσίας επιλύσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με τον μέσο δείκτη ΜΕΔ να ανέρχεται σε 7,9%, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Θα έλεγα ότι οι τράπεζες έχουν να διανύσουν τα τελευταία μέτρα μίας μακράς πορείας, προκειμένου να φθάσουν στον μέσο όρο της ευρωζώνης σε σχέση με τους δείκτες ποιότητας ενεργητικού. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι μεγάλο μέρος του ιδιωτικού χρέους (περίπου 70 δισ.) βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος. Η ΤτΕ έχει επισημάνει ότι η αξιοποίηση του αδρανούς παραγωγικού δυναμικού και η επανένταξη των βιώσιμων πιστούχων στην οικονομία είναι μια σημαντική πρόκληση και ο ρόλος των εταιρειών διαχείρισης ως προς αυτό είναι κομβικός.
Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση έλλειψης εργατικού δυναμικού τόσο στον κατασκευαστικό κλάδο όσο και στην πρωτογενή παραγωγή. Αυτό πώς αντιμετωπίζεται;
Πράγματι, υπάρχει μια εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει κάτω από το 10%. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού αφορά κατά κύριο λόγο τον πρωτογενή τομέα και τις κατασκευές, ωστόσο αντίστοιχη εικόνα παρατηρείται και στον τουρισμό και κατά δεύτερο λόγο στο λιανικό εμπόριο και τη βιομηχανία. Η ταυτόχρονη ύπαρξη σχετικά υψηλής ανεργίας και μεγάλου αριθμού κενών θέσεων υποδηλώνει ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων. Αυτό αφορά τόσο δραστηριότητες εντάσεως εργασίας όσο και τις δραστηριότητες εντάσεως γνώσης ή υψηλών δεξιοτήτων. Σε ό,τι αφορά στην πρώτη κατηγορία, η συνέχιση και η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, η κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων στις νέες δεξιότητες, αλλά και η συνεχής ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου αποτελούν τις κύριες δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν. Ταυτόχρονα, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την προσέλκυση μεταναστών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη κατηγορία, κρίσιμος παράγοντας είναι η αναστροφή του brain drain και η προσέλκυση μέσω κινήτρων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό. Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι εξίσου απαραίτητες παραμένουν οι παρεμβάσεις για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας των γυναικών, ώστε να αυξηθεί σε μόνιμη βάση το ποσοστό συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό.