Για κατάρρευση της αποταμίευσης στη χώρα μας την περίοδο από το 2002 και μετά, με έμφαση στην ιδιωτική αποταμίευση, δηλαδή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, κάνει λόγο η Eurobank σε ειδική μελέτη με θέμα «Η αποταμίευση στην Ελλάδα – Γιατί δεν αποταμιεύουμε», στην οποία μάλιστα διαπιστώνεται επιδείνωση του ποσοστού αποταμίευσης την 5ετία 2018-2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι:
• Τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά εμφανίζουν αρνητική αποταμίευση (κατά -2.159 ευρώ), ενώ η μέση ετήσια αποταμίευση για το σύνολο του πληθυσμού ανέρχεται στα 1.076 ευρώ.
• Η μέση ετήσια αποταμίευση των συνταξιούχων ανέρχεται σε 2.248 ευρώ, των μισθωτών σε 542 ευρώ και των αυτοαπασχολούμενων σε 63 ευρώ.
• Το 40% της συνολικής αποταμίευσης προέρχεται από το 1% των νοικοκυριών με τα υψηλότερα εισοδήματα.
• Οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν το μικρότερο και σχεδόν μηδενικό ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημά τους, ενώ οι συνταξιούχοι είναι η κατηγορία με το μεγαλύτερο ποσοστό αποταμίευσης.
• Τα ποσοστά αποταμίευσης διαφέρουν σημαντικά ανά κλίμακα εισοδήματος και είναι αρνητικά για τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά του δείγματος.
• Οι δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση σχετίζονται αρνητικά με την αποταμίευση.
Οι αιτίες για το χαμηλό επίπεδο αποταμίευσης την τελευταία 20ετία δεν είναι μόνο η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Οπως διαπιστώνεται στη μελέτη, συνδέεται και με δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας όπως οι γονικές παροχές, που είναι πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες και έχουν σοβαρές συνέπειες στην αποταμίευση, καθώς οι νεότερες γενιές δεν έχουν κίνητρο στην αποταμίευση.
Φοροδιαφυγή
Το πολύ μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονομία συνδέεται επίσης αρνητικά με την αποταμίευση στον βαθμό που η φοροδιαφυγή είναι πιο εκτεταμένη μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων. Ως βασική αιτία αναφέρεται επίσης η τεράστια επιβάρυνση των νοικοκυριών, ιδιαίτερα μετά το 2010, με δαπάνες στέγασης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αποταμίευση.
Μετά την κρίση, το ποσοστό των νοικοκυριών με υπερβολική επιβάρυνση παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στις υπόλοιπες χώρες, κοντά στο 9%, ενώ στην Ελλάδα εκτοξεύθηκε στο 37%. Στις αιτίες καταγράφεται επίσης το υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος που παρείχε το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα στο παρελθόν, κάτι που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και αναμένεται να επηρεάσει θετικά την αποταμίευση των νοικοκυριών.
Η μελέτη παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποίησε η Eurobank, στο πλαίσιο της οποίας ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, απέδωσε τη χαμηλή αποταμίευση:
• Στο υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που ευνοεί «την κατανάλωση και όχι την αποταμίευση».
• Στο ασφαλιστικό σύστημα, που, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί πολλά χρόνια παρέμενε αμιγώς διανεμητικό και με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση.
• Στα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, που και αυτά αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση.
• Στην έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών έναντι φυσικών καταστροφών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζει το υψηλότερο αντίστοιχο ασφαλιστικό κενό στην Ευρωζώνη.
Κηρύσσοντας την έναρξη της εκδήλωσης, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας επεσήμανε την ανάγκη «να αυξηθεί το επίπεδο της αποταμίευσης, ώστε οι επενδύσεις να χρηματοδοτούνται και από εγχώριους πόρους, που προσφέρουν αφενός ανθεκτικότητα απέναντι σε πιθανές εξωγενείς διαταραχές και αφετέρου επανεπένδυση των αποδόσεων στην Ελλάδα και διατήρηση ενός ενάρετου επενδυτικού κύκλου». Ο πρόεδρος της Eurobank Γιώργος Π. Ζανιάς υπογράμμισε ότι «η χώρα μας σήμερα βρίσκεται στην τελευταία θέση σε όρους εθνικής αποταμίευσης, όχι μόνο της Ευρωζώνης, αλλά και όλων των ανεπτυγμένων χωρών». Οπως διαπιστώνει η μελέτη την οποία εκπόνησαν οι καθηγητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σαράντης Καλυβίτης, Μαργαρίτα Κατσίμη και Θωμάς Μούτος, με συντονιστή τον επικεφαλής οικονομολόγο του ομίλου Eurobank, Τάσο Αναστασάτο, «αποταμιεύουμε λιγότερο όχι μόνο σε σύγκριση με πλουσιότερες, αλλά και με πολύ φτωχότερες χώρες». «Η αύξηση της εθνικής αποταμίευσης δεν πρέπει να αφεθεί στην πλάνη ότι η αποταμίευση θα αυξηθεί όταν παγιωθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Η μεγάλη πτώση
Την περίοδο 2002-2007, αλλά και το 2022, η οικονομική ανάπτυξη ήταν εντυπωσιακή, αλλά τόσο η εθνική αποταμίευση όσο και η αποταμίευση των νοικοκυριών ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη. Οπως προκύπτει από τη μελέτη, η διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ των ποσοστών εθνικής αποταμίευσης της Ελλάδας οφείλεται, εξ ολοκλήρου, στη μεγάλη πτώση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα και δη της αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Ενώ το ποσοστό εθνικής αποταμίευσης μειώθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την πενταετία 2002-2006 στην πενταετία 2018-2022, η πτώση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα μεταξύ των δύο περιόδων έφθασε στις 8 ποσοστιαίες μονάδες (από 16,9% του ΑΕΠ σε 9%).
Η κατάρρευση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα που παρατηρείται στην Ελλάδα, δεν συναντάται στις άλλες χώρες. Για το σύνολο της Ευρωζώνης, το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε από 21,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2002-2006 σε 25,1% την περίοδο 2018-2022. Για την Ισπανία, το ποσοστό αυξήθηκε από 17,7% την πρώτη περίοδο σε 24,9% τη δεύτερη, για την Ιταλία αυξήθηκε από 20,1% σε 22,8%, και για την Πορτογαλία από 16,6% σε 17,7%.