Οι πρώτες σταγόνες βροχής σχηματίζουν υδάτινες ρυτίδες στην επιφάνεια της λίμνης των Ιωαννίνων. Τα αιωνόβια πλατάνια στέκονται προστατευτικά από πάνω μας σαν μια φυσική ομπρέλα, αναδίδοντας τη μυρωδιά της φρεσκοποτισμένης γης. Από τα φυλλώματα τους, φτάνει το κελάϊδισμα των κοτσυφιών. Τα σκουφοβουτηχτάρια, τα πουλιά-μασκότ της Παμβώτιδας, επιμένουν να κάνουν καταδύσεις σε αναζήτηση τροφής, μα οι γλάροι – οι χαρακτηριστικοί καστανοκέφαλοι γλάροι του υδροβιότοπου – έχουν κουρνιάσει στις μεγάλες σιδερένιες κατασκευές που προβάλλουν από την επιφάνεια της λίμνης.
Αυτά τα πλάσματα, τα έμβια όντα του τοπικού οικοσυστήματος συνομιλούν σε απόλυτη αρμονία με τα «Plasmata ΙΙ – Ιωάννινα»: Τα 19 έργα της πρώτης εικαστικής έκθεσης δημόσιου χώρου της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση εκτός της Αθήνας. Ανθρώπινες δημιουργίες, τροφοδοτούμενες και από την ΑΙ τεχνολογία που δημιουργούν μια νέα, ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα στη λίμνη και στο κάστρο των Ιωαννίνων. Μια εικαστική διαδρομή που λειτουργεί σαν εφήμερη συγκολλητική ουσία για το φυσικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο.
Ενα καλλιτεχνικό οικοσύστημα στον δημόσιο χώρο
Τα «Plasmata ΙΙ – Ιωάννινα» δεν είναι μια συνηθισμένη εικαστική παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα – και δη στο δημόσιο μιας περιφερειακής πόλης. Είναι, όπως επισημαίνει η καλλιτεχνική διευθύντρια της έκθεσης και διευθύντρια του Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου και ο επιμελητικός διευθυντής της Πρόδρομος Τσιαβός, «μια σειρά από συμβάντα στο δημόσιο χώρο» όπου η τεχνολογία, η φύση και ο άνθρωπος συνιστούν μια δημιουργική οντότητα με, μάλλον, άγνωστη την αφετηρία για ποιος παρεισφρέει σε τι και ποιος οικειοποιείται τι.
Τα «Plasmata II», όπως εκτείνονται σε μια απόσταση δύο (περίπου) χιλιομέτρων του παραλίμνιου μετώπου των Ιωαννίνων επιδρούν ως ένα καλλιτεχνικό οικοσύστημα, αφυπνιστικό για τη σημασία της λίμνης στην πόλη των Ιωαννίνων και την επίδραση στην σημερινή ταυτότητα της, για το πως η ηπειρώτικη παράδοση μπορεί να επαναδιατυπωθεί μέσα από τωρινά αιτήματα και τεχνολογικά εργαλεία, για το πως οι τοπικοί θρύλοι και μύθοι κατασκευάζουν ένα καινούργιο αφήγημα και κυρίως για το πως η φύση λειτουργεί ως πυροδοτικός παράγοντας της μνήμης, άρα και της Ιστορίας. Εξάλλου, τα Ιωάννινα είναι ένας τόπος με πλούσιο πνευματικό, δημιουργικό, πολιτικό παρελθόν, παρέχοντας σχεδόν ανεξάντλητο υλικό για τέτοιες φιλόδοξες διεργασίες.
Εγκαίνια υπό βροχή
Οι Ιωαννίτες δεν πτοούνται από την βροχή και αυτές τις μέρες η πόλη ποτίζεται για ώρες από βαθύγκριζα σύννεφα. Δεν έχεις παρά να μιμηθείς αυτό το παράδειγμα. Η πρώτη ξενάγηση των «Plasmata ΙΙ» συνυπάρχει με το τοπικό κλιματικό ιδίωμα του νοτισμένου χώματος και της πυκνής υγρασίας.
Κι έτσι η εξωπραγματική φιγούρα – έργο της συλλογικότητας των Universal Everything μεταμορφώνεται (σε μια οθόνη) από χρυσό γίγαντα σε προϊστορικό δασύτριχο πλάσμα μέχρι να γίνει φωτιά σκόνη και αέρας. Το βήμα της σταθερό και αποφασιστικό, δίνει τον τόνο για την περιπατητική συνέχεια. Ομπρέλες ανοιχτές, αδιάβροχα σε ζήτηση. Στο δρόμο σου θα βρεθούν κι άλλα πλάσματα.
Έργα που συνομιλούν με την πόλη
Ηθοποιοί και περφόρμερς της πόλης κρύβονται κάτω από ζωόμορφες και φυτόμορφες αμφιέσεις μιλώντας μια γλώσσα ακατάληπτη – εμπνευσμένη από το καρναβαλικό στοιχείο της Ηπείρου και των γύρω περιοχών. Ο Πάνος Σκλαβενίτης έχει φτιάξει ένα πολύχρωμο παγανιστικό κόσμο που ονομάζει Zete (στα αλβανικά σημαίνει ζωή) επαναφέροντας στοιχεία από το έθιμο του πολυφωνικού τραγουδιού.
Το «Zete» είναι το πρώτο από τα 19 έργα και μια από τις 11 νέες αναθέσεις έργων που ‘ξεδιψούν’ από τις πηγές των Ιωαννίνων, δηλαδή αξιοποιούν την εντοπιότητα, αντλούν από τον τοπικό πολιτισμό και, όπως σημειώνει η κ. Παναγιωτάκου, «είχαν ως προϋπόθεση να γεννηθούν μέσα από την ίδια την πόλη. Για εμάς ήταν ζητούμενο οι Γιαννιώτες να αναγνωρίζουν τι δουλειά έχουν αυτά τα έργα εδώ. Έχει τεράστια σημασία η σύνδεση με τον τόπο».
Επιστροφή στα πάτρια
Η σύνδεση της ίδιας με τον τόπο είναι επίσης δεδομένη, αφού εκτός από διευθύντρια της έκθεσης, συμμετέχει και ως συν-δημιουργός του «Μάνα» (μαζί με το Μανώλη Μανουσάκη), μιας εικαστικής και ηχητικής εγκατάστασης που την επανατοποθετεί στη γενέτειρα της, τα Γιάννενα. Γέννημα θρέμμα της πόλης, κόρη μιας ακαδημαϊκού ταυτισμένης με την πνευματική ζωή των Ιωαννίνων, της Ελένης Κουρμαντζή, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου παραδίδει ένα έργο, συναισθηματικά φορτισμένο από το ευρύ αλλά κυρίως προσωπικά καταγωγικό στοιχείο, αποτίνοντας φόρο τιμής στην γυναίκα που μεγάλωσε εκείνη και τ’ αδέρφια της «με το σκεπτικό πως αν είσαι από τα Γιάννενα αυτό κάτι σημαίνει».
Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός καταφυγίου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που έμενε κλειστό για δεκαετίες, αποκομμένο από την ζωή της πόλης – και τώρα ανοίγει για πρώτη φορά στο κοινό – η Παναγιωτάκου μοιάζει σαν να περιπλανιέται στους διαδρόμους της μνήμης και του προσωπικού της βιώματος. Ήχοι ταυτισμένοι με τα Ιωάννινα (από το κελάϊδισμα των πουλιών ως τον ήχο της βροχής στον τσίγκο) και ήχοι ταυτισμένοι με το οικογενειακό βίωμα – την αφήγηση της μητέρας της Ελένης και το δημοτικό τραγούδι του παππού της Τάκη Κουρμαντζή – δίνει μια διευρυμένη ερμηνεία της έννοιας «μάνα» που αγγίζει τον τόπο, τη λίμνη, τη φύση ως μήτρα και την ίδια ώρα μιλά για τη φυσική μήτρα, την παρουσία της μητέρας. «Στα Γιάννενα δεν είμαι η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, είμαι η κόρη της Κουρμαντζή, γι’ αυτό και δεν κάνουμε μια έκθεση, αλλά βρίσκουμε έναν τρόπο να πω ένα δημόσιο ευχαριστώ για ό,τι μου έχει δώσει αυτή η πόλη» εξηγεί. «Ήθελα να ξαναγεννηθώ στα Γιάννενα και νομίζω πως μέσα από αυτήν την προσπάθεια όλη η ομάδα του Ιδρύματος ξαναγεννιέται».