«Το να αρχίσεις ένα πόλεμο, είναι απλό. Το να τον τερματίσεις, όμως, είναι πιο δύσκολο. Στην αρχή σχεδόν κάθε στρατιωτικής λαίλαπας υπάρχει η ψευδαίσθηση πως ο αντίπαλος θα νικηθεί σχετικά εύκολα» σημειώνει το Spiegel στο δημοσίευμά του όπου παρουσιάζει τα σενάρια λήξης του πολέμου.
Σε λίγες ημέρες κλείνει ο πρώτος χρόνος πολέμου στην Ουκρανία, η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» όπως την αποκαλεί το Κρεμλίνο, που έχει βυθίσει τη χώρα στο αίμα.
Όπως και το περιβόητο blitzkrieg, πόλεμος-αστραπή τού Χίτλερ, έμελλε να διαρκέσει έξι χρόνια, έτσι και ο Πούτιν προέλαυνε στο Κίεβο την 24η Φεβρουαρίου του 2022, πιστεύοντας πως εύκολα και σε λίγες μέρες θα κατακτούσε την πόλη, επιβάλλοντας κυβέρνηση-μαριονέτα.
Με την εισβολή φιλοδοξούσε να εκπληρώσει το όνειρο της αναβίωσης της Σοβιετικής Ένωσης, ωστόσο σήμερα δεν μάχεται μόνο κατά των Ουκρανών, αλλά και για τη δική του πολιτική επιβίωση.
«Το να αρχίσεις ένα πόλεμο, είναι απλό. Το να τον τερματίσεις, όμως, είναι πιο δύσκολο. Στην αρχή σχεδόν κάθε στρατιωτικής λαίλαπας υπάρχει η ψευδαίσθηση πως ο αντίπαλος θα νικηθεί σχετικά εύκολα», σημειώνει το Spiegel στο δημοσίευμά του όπου παρουσιάζει τα σενάρια λήξης του πολέμου.
Ενός πολέμου με επιπτώσεις πολύ πέραν Ρωσίας και Ουκρανίας. Με βαθιές συνέπειες στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, την κούρσα των πυρηνικών και των μελλοντικών σχέσεων πυρηνικών δυνάμεων Ρωσίας, ΗΠΑ και Κίνας.
Σενάριο 1: Η Ουκρανία κερδίζει τον πόλεμο
Για τον Ουκρανό πρόεδρο και τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, υπάρχει μία αποδεκτή έκβαση στον πόλεμο: Η πλήρης απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από κάθε σπιθαμή του ουκρανικού εδάφους.
Η Ρωσία ελέγχει περίπου το ένα πέμπτο της ουκρανικής επικράτειας. Και όσα εδάφη ανακαταλαμβάνει η Ουκρανία, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες νίκης της.
Όμως, μπορεί η Ουκρανία να επικρατήσει στρατιωτικά της Ρωσίας;
Κάποιοι στρατιωτικοί αναλυτές από τη Δύση είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι για την πιθανότητα μιας ουκρανικής νίκης. Ο στρατός έχει κατορθώσει να ανακτήσει τον έλεγχο στο ήμισυ των εδαφών που η Ρωσία κατέλαβε λίγο μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου. Κατάφερε να εμποδίσει τους Ρώσους να πάρουν το Κίεβο, επανακατέλαβε τη Χερσώνα στα νότια της χώρας και απώθησε τους Ρώσους πίσω από τον Δνείπερο.
Πλέον, οι εμπλεκόμενοι στρατοί βρίσκονται σε στατική μάχη σε όλο το μέτωπο, κάτι που σύμφωνα με το Spiegel θυμίζει Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μεγαλύτερο μέρος τουλάχιστον 2.000 ουκρανικών πόλεων και χωριών που βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο, θα είναι δυσκολότερο να απελευθερωθεί, σε σχέση με όσα έχουν ήδη ανακαταληφθεί.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, για να αντέξει στρατιωτικά η Ουκρανία, χρειάζεται όπλα και εξοπλισμό. Ωστόσο, η ξένη βοήθεια αργεί. Η παράδοση των γερμανικών Λέοπαρντ για παράδειγμα θα καθυστερήσει σημαντικά, καθώς τα συγκεκριμένα άρματα μάχης είναι πολλών ετών, από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, κι άρα πρέπει να αναβαθμιστούν προτού αποσταλούν. Αναλόγως, και τα 31 Abrams που έχουν υποσχεθεί οι ΗΠΑ στην Ουκρανία, είναι πιθανό να φτάσουν στη χώρα το συντομότερο στα τέλη του έτους.
Δοθέντων αυτών, το ερώτημα που προκύπτει, σχολιάζει το Spiegel, είναι: Θέλουν πραγματικά τη νίκη του Κιέβου οι υποστηρικτές του;
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει υιοθετήσει διττή προσέγγιση, συνεχίζει το δημοσίευμα, που βασίζεται στο δόγμα «γενναιοδωρία και περίσκεψη». Ναι μεν οι ΗΠΑ θέλουν να συνδράμουν στρατιωτικά το Κίεβο, αλλά χωρίς να κλιμακώσουν την ένταση με το Κρεμλίνο.
Την ίδια στρατηγική φαίνεται να ακολουθούν Γαλλία και Γερμανία που, παρά τα λόγια στήριξης στους Ουκρανούς, εμφανίστηκαν πιο επιφυλακτικοί από τις ΗΠΑ στην αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Σενάριο 2: Η Ρωσία κερδίζει τον πόλεμο
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν ουδέποτε έχει διευκρινίσει με ακρίβεια πώς ορίζει τη νίκη στην Ουκρανία. Δεν έχει ποτέ δηλώσει επισήμως πως ο στόχος είναι η κατάκτηση όλης της χώρας.
Αρχικά, η Ρωσία είχε αιτιολογήσει την επίθεση λέγοντας πως πρόθεσή της ήταν να «αποναζιστικοποιήσει» το Ντονμπάς, προστατεύοντας τον πληθυσμό του. Παράλληλα, ο Ρώσος πρόεδρος επανειλημμένως αμφισβήτησε την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Όπως σημειώνει το γερμανικό περιοδικό, ο στόχος του ίσως δεν ήταν τόσο η κατάληψη περιοχών, όσο η άσκηση πλήρους ελέγχου στην Ουκρανία και η μετατροπή της σε κράτος – δορυφόρο, στα πρότυπα της Λευκορωσίας.
Ακόμη και αν η Ρωσία επικρατήσει στον πόλεμο, οι αναλυτές εκτιμούν πως η νίκη αυτή θα είναι εύθραυστη. Ακόμη κι αν το Κίεβο εξαναγκαστεί σε ειρήνη, οι αντάρτες και οι σαμποτέρ θα συνεχίζουν να δυσχεραίνουν το έργο των κατακτητών.
Βεβαίως, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, ο Ρώσος ηγέτης μπορεί κάλλιστα να παρουσιάσει μικρότερες επιτυχίες σαν θριάμβους. Ενδεχόμενος πλήρης έλεγχος σε Λουγκάνσκ, Ντονέτσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια και εξασφάλιση κάποιου είδους διεθνούς αναγνώρισης για τις τέσσερις αυτές περιοχές, θα ήταν αρκετά για τον Πούτιν για να σώσει τα προσχήματα, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας του.
Ωστόσο, ο άλλοτε μικρός, αλλά ακραίος κύκλος εθνικιστών έχει ενισχυθεί τρομακτικά τους τελευταίους δώδεκα μήνες από τον πόλεμο στην Ουκρανία, κι αυτοί οι υπερεθνικιστές, ο μεγαλύτερος κίνδυνος του Πούτιν εντός των τειχών, δύσκολα θα ικανοποιηθούν με κάτι λιγότερο από θρίαμβο.
Ο Πούτιν δεν έχει πολλά περιθώρια για να οικειοποιηθεί τον πόλεμο προβάλλοντάς τον σαν δική του προσωπική επιτυχία. Η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, πέραν του ότι δεν θα τον βοηθούσαν απαραιτήτως στο πεδίο μάχης, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν πυρηνική κλιμάκωση ή να προκαλέσουν πανικό στη Δύση με άγνωστα αποτελέσματα.
«Όμως, προς το παρόν, ο Πούτιν μπορεί να παίζει. Ο Ρώσος ηγέτης ποντάρει στο ότι η Δύση εξαντλείται» σημειώνει ο Ουίλιαμ Γουέλσερ, αξιωματούχος του Πενταγώνου κατά τη θητεία Ομπάμα που πλέον εργάζεται για το think tank Atlantic Council.
Ο ίδιος εκτιμά πως ο Πούτιν έχει το πλεονέκτημα πως μπορεί να παρατείνει τον πόλεμο, φθείροντας τους αντιπάλους του. «Πρόκειται για έναν πολύ ρωσικό τρόπο πολέμου. Έτσι είχαν νικήσει τον Ναπολέοντα, έτσι νίκησαν τον Χίτλερ, αντέχοντας περισσότερο από τους αντιπάλους τους». Κι άλλωστε, ο ρωσικός στρατός υπερέχει αριθμητικά του ουκρανικού.
Όπως εκτιμά, ο Βούλγαρος διανοούμενος Ιβάν Κραστέφ, πρόεδρος του Centre for Liberal Strategies στη Σόφια, πολλοί πόλεμοι δεν κρίνονται στα πεδία μάχης, ούτε καν στις αίθουσες διαπραγματεύσεων, αλλά στα εκλογικά κέντρα.
Θεωρητικά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και στη Ρωσία, «ακόμη και αν οι εκλογές εκεί δεν είναι ούτε ελεύθερες ούτε δίκαιες και δεν είναι ο πιο προφανής δρόμος για την αλλαγή καθεστώτος στη χώρα» σημειώνει το Spiegel που θεωρεί, αντιθέτως, πως μια αλλαγή ηγεσίας στη Δύση, εν προκειμένω στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πιθανό να έχει σημαντική επίδραση στην έκβαση του πολέμου.
Αν για παράδειγμα ο Μπάιντεν χάσει από κάποιον εθνικιστή με πολεμοχαρείς βλέψεις, η αμερικανική πολιτική στο θέμα της Ουκρανίας θα αλλάξει δραματικά. Κι αυτό με τη σειρά του θα επηρεάσει την Ευρώπη που εξαρτάται στρατιωτικά από την Ουάσινγκτον, αλλά και την επιφυλακτικότητα των Ευρωπαίων ηγετών στη στήριξη του Κιέβου.
Σενάριο 3: «Πατ» με ή χωρίς διαπραγματεύσεις
Υπάρχει ένα σενάριο, το ίδιο απεχθές για Ουκρανία και Ευρώπη όσο μια ρωσική νίκη: Ένα αδιέξοδο, ένα στρατιωτικό τέλμα, ένα Γολγοθά που η Ουκρανία βιώνει ήδη από το 2014 στο Ντονμπάς, αλλά μεγαλύτερης κλίμακας.
«Οι Ρώσοι ακόμα πιστεύουν πως μπορούν να πάρουν τον έλεγχο όλης της Ουκρανίας. Και οι Ουκρανοί δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν τα εδάφη που έχουν καταλάβει οι Ρώσοι από την έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου του 2022.
Υπό αυτήν την έννοια βρισκόμαστε ακόμη πιο μακριά από μια ειρηνευτική συμφωνία από ποτέ άλλοτε» εξηγεί η Άντζελα Στεντ, ειδική στα της Ρωσίας. Και λόγω αυτού του αδιεξόδου, πολλοί από τη Δύση αξιώνουν, από την Ουκρανία ειδικά, να κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου για μια διπλωματική λύση.
Το τέλος του πολέμου της Κορέας θεωρείται από πολλούς ως μοντέλο μιας «διένεξης στον πάγο». Το 1953, η συμφωνία εκεχειρίας προέβλεπε τη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης τεσσάρων χιλιομέτρων μεταξύ βορρά και του νότου, στην οποία χιλιάδες στρατιώτες εξακολουθούν να βρίσκονται έως σήμερα, και μαζί με αυτούς περίπου ένα εκατομμύριο νάρκες.
Υπάρχουν ορισμένοι στην αμερικανική διοίκηση που θα ήθελαν να δουν μια τέτοια μεταπολεμική διευθέτηση στην Ουκρανία. Το σχέδιο αυτό προβλέπει την αμυντική αναβάθμιση της Ουκρανίας σε τέτοιο βαθμό ώστε η Ρωσία δε θα είναι πλέον σε θέση να θέσει εν αμφιβόλω τα σύνορά της.
Προς το παρόν, πάντως, Βερολίνο και Ουάσιγκτον σε κοινή γραμμή πλεύσης εξακολουθούν να πιστεύουν πως εναπόκειται πλήρως στην Ουκρανία να αποφασίσει πότε θα έρθει η ώρα της διπλωματίας.
Οι συμφωνίες του Μινσκ, το 2015, με τη διαμεσολάβηση της Δύσης, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς για την αποσόβηση άλλης μιας σύρραξης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Κανείς στην Ουκρανία, λένε οι αναλυτές, δεν ενδιαφέρονται για άλλο ένα Μινσκ καθώς ενέχει τον κίνδυνο ενός ατέρμονου πολέμου – «κι αυτό ακριβώς είναι το σενάριο που θα ήταν πιο ελκυστικό από την πλευρά του Πούτιν» σημειώνει το Spiegel.
Μια λύση μέσω διαπραγμάτευσης θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση εύθραυστη. Και επίσης δεν θα έλυνε ένα κομβικό ζήτημα: Στο τέλος του πολέμου πώς θα πρέπει η διεθνής κοινότητα να αντιμετωπίζει τον Πούτιν και τη ρωσική επιθετικότητα;
Ο Πούτιν είναι λιγότερο προβλέψιμος από πολλούς προκατόχους του που κυβέρνησαν με σιδηρά πυγμή τη Σοβιετική Ένωση του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ωστόσο, στην Ευρώπη, η Σοβιετική Ένωση ήταν μια εγκατεστημένη δύναμη. Αντιθέτως, σήμερα η Ρωσία τού Πούτιν ενδιαφέρεται για την επαναχάραξη των συνόρων της Γηραιάς Ηπείρου.
Ο Πούτιν έκλεισε τα 70 του χρόνια και οι φήμες οργιάζουν για την ταραγμένη υγεία του. Ωστόσο, διερωτάται το Spiegel, ο «πουτινισμός» θα εξαφανιστεί με την απομάκρυνση του Ρώσου ηγέτη από την πολιτική σκηνή; Ακόμη και χωρίς τον Πούτιν, εκτιμά η Ρωσίδα πολιτική επιστήμονας Εκατερίνα Σούλμαν, συνεργάτιδα στο Robert Bosch Academy του Βερολίνου, «θα εξακολουθήσει να υπάρχει πιθανώς μια διακυβέρνηση απολυταρχίας στη Ρωσία».
Πηγή: Spiegel