Στο Δημοτικό είχα μια φίλη, την Ελίνα. Κάναμε και οι δύο τις συνηθισμένες σκανταλιές που κάνουν τα δεκάχρονα, αλλά, ενώ εγώ έβρισκα τελικά τη θέση μου στην τάξη, η Ελίνα δυσκολευόταν, ήταν υπερκινητική, απρόσεκτη, τα γραπτά της ήταν γεμάτα λάθη, συχνά έχανε τα τετράδιά της και της ήταν αδύνατον να ακολουθήσει τις οδηγίες των καθηγητών. Στα μάτια μου, βέβαια, ήταν κι ένα κορίτσι που είχε ταλέντο στη ζωγραφική, απίστευτη φαντασία και αστείρευτη ενέργεια. Στο Γυμνάσιο έμεινε μετεξεταστέα, άλλαξε σχολείο, χαθήκαμε. Καμιά φορά που τη σκέφτομαι, αναρωτιέμαι αν τελικά βρήκε τον δρόμο της. Μπορώ πια να καταλάβω ότι η Ελίνα πιθανόν έπασχε από ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας), ένα σύνδρομο το οποίο τη δεκαετία του ’90 δεν ήταν ευρέως γνωστό. Τότε, οι καθηγητές τής φορούσαν την ταμπέλα της άτακτης ή της τεμπέλας, ενώ κάποιοι έφταναν να τη χαρακτηρίσουν χαζή. Σήμερα θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να βοηθηθεί, όπως τόσα παιδιά (περίπου ένα στα είκοσι) που μεγαλώνουν με ΔΕΠΥ.
Τη δεκαετία του ’80 και του ’90 δεν ξέραμε τι είναι ούτε το ΔΕΠΥ ούτε το σύνδρομο Άσπεργκερ, ενώ ψευδίσματα, δυσλεξία και άλλες δυσλειτουργίες είχαν ως επακόλουθο το μπούλινγκ και την απομόνωση. Σήμερα, που αντιλαμβανόμαστε τα παιδιά πιο σφαιρικά, έχουμε εισαγάγει στις ζωές μας και στο λεξιλόγιό μας διάφορες έννοιες, όπως εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, παιγνιοθεραπεία, δραματοθεραπεία, αναπτυξιολογία, ειδική εκπαίδευση ή παιδική ψυχοθεραπεία, που δεν ήταν καθόλου διαδεδομένες παλιότερα. Τα παιδιά κερδίζουν από την πρόληψη και τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν οι διαφορετικές ειδικότητες, σε συνδυασμό με τη γονεϊκή μέριμνα. Ταυτόχρονα όμως γεννιέται το ερώτημα: υπάρχει κάποιο όριο το οποίο περνάμε και καταλήγουμε απλώς να υπεραναλύουμε;
Μήπως η διάσπαση προσοχής ή η ανυπακοή είναι σημάδια της διαφορετικότητας ενός παιδιού τα οποία θα «πετάξει» από πάνω του μεγαλώνοντας; Μήπως γινόμαστε υπερβολικοί; Αν παίζαμε περισσότερο στις πλατείες και είχαμε λιγότερη πρόσβαση σε οθόνες, θα χρειαζόμασταν λιγότερους ειδικούς; Η εργοθεραπεύτρια στο Θεραπευτικό Κέντρο «Λογοδίκτυο» Πολίνα Ζωνιοπούλου μού λέει ότι υπάρχουν και περιπτώσεις που οι γονείς δεν γίνονται δεκτοί από το κέντρο. «Τους δίνουμε κάποια κατεύθυνση αν νιώθουν αγχωμένοι, αλλά, αν κρίνουμε ότι το παιδί δεν χρήζει θεραπείας, θα τους διώξουμε. Αν έρθει ένας γονιός με μη ρεαλιστικό αίτημα, για παράδειγμα ότι το παιδί δεν λέει το ρο στα τρία του χρόνια, του εξηγούμε ότι αναπτυξιακά είναι νωρίς για να αγχωθεί».
Ένα παιδί που βαριέται εύκολα
Ο Μάριος, έξι ετών, ξεκίνησε εργοθεραπεία από τότε που ήταν στο προνήπιο. Ήταν μια σύσταση από τις δασκάλες του, οι οποίες έβλεπαν ένα έξυπνο παιδί που δεν είχε καθόλου υπομονή και δυσκολευόταν να συνυπάρξει με τους συμμαθητές του. «Βαριόταν πολύ εύκολα, γιατί καταλάβαινε πιο γρήγορα από τους συμμαθητές του και αποκλειόταν από τις παρέες. Ήταν πολύ παρορμητικός – πρώτα έπραττε και μετά σκεφτόταν», λέει η μητέρα του. Τι ακριβώς κάνει δηλαδή; Πώς τον βοηθάει η εργοθεραπεία; Η κ. Ζωνιοπούλου μάς εξηγεί ότι είναι μια διαδικασία που λειτουργεί υποστηρικτικά στα παιδιά μέσω ασκήσεων, για καλύτερο συντονισμό κινήσεων των άνω και κάτω άκρων (τρέξιμο, πηδηματάκια, κουτσό, παιχνίδι με την μπάλα), ενδυνάμωση δαχτύλων (γραφή, χειρισμός μικρών αντικειμένων, μπάλες ή χειρισμός μολυβιού, χάντρες, παζλ), βελτίωση της οπτικής αντίληψης, της μνήμης και της ικανότητας συγκέντρωσης του παιδιού. Με λίγα λόγια, αφορά, θα μπορούσε να πει κανείς, όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς του.
Τι θα είχε συμβεί αν ο Μάριος απλώς είχε καθίσει σπίτι; «Πιστεύω ότι, αν δεν είχε κάνει εργοθεραπεία, θα έβρισκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πώς να ελέγξει τα συναισθήματά του και να βρει τον δρόμο του», μου λέει η μητέρα του. «Ωστόσο, βλέποντας την πρόοδό του και μιλώντας με γονείς και ειδικούς, πιστεύω ότι θα του κόστιζε πολύ ο χαμένος χρόνος, σε φίλους, κοινωνικότητα και αυτοπεποίθηση, και ίσως να του δημιουργούσε και μαθησιακά κενά. Φυσικά, δεν μπορώ να ξέρω πώς όλα αυτά θα τον επηρέαζαν ως ενήλικα, αλλά νιώθω πως θα του άφηναν κάποιου είδους τραύμα ή ανασφάλεια που δύσκολα αντιμετωπίζεται σε ωριμότερη ηλικία, αν τα έχεις αφήσει να ζουν μέσα σου από παιδί». Εκτός από εργοθεραπεία ο Μάριος κάνει και λογοθεραπεία, γιατί μπερδεύει κάποια γράμματα – η ειδικός υποστήριξε ότι, αν δεν μάθει να προφέρει σωστά το σίγμα και το θήτα, μπορεί να μη μάθει ούτε να τα γράφει σωστά. Ρωτάω τη μητέρα του πώς αντιμετωπίζει ο μικρός αυτούς τους ειδικούς που του «τρώνε» τρία απογεύματα από την εβδομάδα του. «Στις συνεδρίες κάνει ασκήσεις για συγκέντρωση και γκρουπ με άλλα παιδιά για να μάθει να συνεργάζεται, οπότε περνάει ωραία», λέει. «Φυσικά, αν του έλεγα ότι τελειώσαμε με όλους αυτούς, θα πετούσε απ’ τη χαρά του».
Περισσότερη αυτοπεποίθηση
Η Μαρίνα πηγαίνει στην Γ΄ Δημοτικού και δυσκολεύεται ακόμη με τη γραφή. Ενώ η μαμά της δεν ανησυχεί για το μέλλον της, η μικρή ταλαιπωρείται στην τάξη, γιατί δεν προλαβαίνει να αντιγράψει τις ασκήσεις. Δεν έχει κατακτήσει δεξιότητες λεπτής κινητικότητας, δηλαδή την ικανότητα να πιάνει καλά το μολύβι, να τραβάει γραμμές ή να κρατάει ψαλίδι. «Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε στο σχολείο με έπιασαν απροετοίμαστη. Επειδή τη θεωρούσα σαΐνι, πίστευα ότι και στο σχολείο θα πάει “σφαίρα”», λέει η μητέρα της. «Της αρέσει το σχολείο, αλλά απογοητεύεται πολύ γρήγορα. Ξεκινήσαμε εργοθεραπεία πριν από δύο μήνες, για να ανέβει η αυτοπεποίθησή της και να μην αισθάνεται ότι μένει πίσω».
Από τη στιγμή που παρακολουθεί την κόρη της ένας ειδικός, η μητέρα της Μαρίνας λέει ότι αισθάνεται ανακουφισμένη. Είναι απόλυτα λογικό οι γονείς να μην ξέρουν τι να κάνουν και να πηγαίνουν ψάχνοντας. Η παιδοψυχολόγος Ροζίτα Χριστοφιδέλλη λέει ότι βλέπει γονείς να την επισκέπτονται συχνά τρομαγμένοι και σχεδόν να ανακουφίζονται όταν βγαίνει κάποια διάγνωση: «Αντιλαμβάνονται ότι είναι μια ιδιαιτερότητα για την οποία μπορούν κάτι να κάνουν και ότι δεν είναι δική τους ευθύνη το ότι ο γιος ή η κόρη τους έχει αυτό το θέμα. Έχω ένα παιδί στο μυαλό μου που είχε Άσπεργκερ και η μαμά του όλο το πρώτο διάστημα ήταν πολύ ανήσυχη. Όταν ήρθε η διάγνωση πλέον, την είδα να ανακουφίζεται και πραγματικά να είναι πιο ήρεμη στο να επιστρατεύσει τις δυνάμεις ώστε να το βοηθήσει».
Κανείς δεν είναι τέλειος
Η κ. Χριστοφιδέλλη δίνει έμφαση στο πώς η κοινωνία μας έχει προχωρήσει εισάγοντας την έννοια της ενσυναίσθησης και της συμπερίληψης στην εκπαίδευση. Οι ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού δεν μεταφράζονται σε τεμπελιά ή ανικανότητα και σίγουρα δεν είναι ανίατες καταστάσεις. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη όψη, την οποία αναγνωρίζουν και οι ειδικοί. Πολύ συχνά τα παιδιά αντιμετωπίζονται ως πρότζεκτ από τους γονείς, με την ελπίδα να δημιουργήσουν το «τέλειο παιδί», αφήνοντας στην άκρη κάθε ιδιαιτερότητά του. «Οι γονείς μερικές φορές έρχονται σ’ εμάς με μια οπτική του “εγώ κάνω το σωστό και περιμένω να δω ένα αποτέλεσμα”», λέει η κ. Χριστοφιδέλλη. «Κάποιες φορές τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι χρόνια. Και κάποιες φορές αυτό που έχουμε να δουλέψουμε με τους γονείς είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας».
«Η ουσία είναι πώς επηρεάζεται η λειτουργικότητα του παιδιού. Κανένα παιδί δεν είναι τέλειο. Αγκαλιάζουμε όλες τις δυσκολίες τους και πορευόμαστε με αυτές. Φυσικά, αν κάνεις όλα τα αξιολογητικά τεστ, όλο και κάτι θα βρεις. Δεν θα τα βάλεις όλα σε πρόγραμμα», λέει η κ. Ζωνιοπούλου. Προσθέτει πως η εργοθεραπεία έχει στόχο να καταφέρει ο ασθενής να έχει την ανεξαρτησία του μεγαλώνοντας, γιατί μικρά προβλήματα σήμερα (όπως π.χ. το να είναι ένα παιδί άγαρμπο) μπορεί να είναι σοβαρά αργότερα. Αναφέρει επίσης ότι «το γεγονός ότι ένα παιδί δεν πολυσυγκεντρώνεται, για παράδειγμα, ή ότι είναι ανοργάνωτο, δεν σημαίνει ότι έχει ΔΕΠΥ ούτε όμως ότι δεν χρήζει βοηθείας. Ο γονιός θα κρίνει με τη βοήθεια του αναπτυξιολόγου», συμπληρώνει. Καμιά φορά μπορεί να υπάρχει λίγο περισσότερο άγχος ώστε να προλάβουμε το «πρόβλημα» πριν καν αυτό προκύψει ή να τρέξουμε ώστε να «μη λείψει τίποτα», ενώ ίσως να αρκούσε λίγο περισσότερος χρόνος με το ίδιο το παιδί. Όμως, η γνώση υπάρχει. Όλοι αυτοί οι ειδικοί που «τρώνε» τα απογεύματα από τα παιδιά μας ίσως δεν τους προσφέρουν απλώς μια λίγο καλύτερη καθημερινότητα, αλλά και ένα πιο ισορροπημένο μέλλον. Πάντως, όπως λέει η κ. Χριστοφιδέλλη, «σκοπός μας θα έπρεπε να είναι όχι να δημιουργήσουμε το τέλειο παιδί, αλλά αυτό που έχουμε να το ενισχύσουμε και να δηλώσουμε μια παρουσία, να νιώσει δηλαδή ότι είναι πλαισιωμένο, ότι δεν είναι μόνο του, ότι δεν είναι αστήρικτο και έρμαιο σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα ή σε ένα σύνολο συμμαθητών».